Χειροτονία εἰς πρεσβύτερον

Ἱ. Ν. Ἁγίου Γεωργίου Κωστακιῶν Ἄρτης, 2 Ἰουλίου 2022

Σεβασμιώτατε ποιμενάρχα τῆς καθ᾿ ἡ­μᾶς θεοσώ­στου ἀποστολικῆς Μητροπό­λεως κ. Χρυσόστομε.

Τριάντα δύο χρόνια πρὶν ἕνας ἔφηβος ἀνέ­βαινε χαράματα Κυ­ρια­κῆς τὴν ἀπό­τομη ἀνηφόρα ἀπὸ τὶς Μαρκάτες γιὰ τὸν Ἁη-Γιώργη.

Σκοτάδι -ἦταν χειμώνας· κι ἕνας δυνα­τὸς παγωμένος βο­ριὰς ποὺ τὸν ἔσπρωχνε πρὸς τὰ πίσω. Πρὸς στιγ­μὴν δείλιασε, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἀκολουθία καὶ οἱ λει­τουρ­γιὲς τῆς θείας Σοφίας, ποὺ ἔπρεπε νὰ φτάσουν στὸν προορισμό τους, δὲν ἄφηναν περιθώρια. Ἔσπρωξε κι αὐτὸς μ᾿  ἐπιμονὴ τὸ μανια­σμέ­νο ἀέρα καὶ σὲ λίγα λεπτὰ βρέθηκε στὴ θαλ­πωρὴ τῆς σόμπας πετρελαίου, ποὺ εἶχε μὲ φροντίδα ἀνάψει ὁ παπα-Δημήτρης. Ἀπὸ τὸ κρύο τοῦ κόσμου βρέθηκε μὲ λίγο μόνο κόπο στὴ θέρμη τῆς Ἐκκλησίας…

Σήμερα σ’ ἕναν ἄλλο Ἁη-Γιώργη, θερμὸ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τόσων ἀνθρώπων, ἀλλὰ κυ­ρίως ἀπὸ τὴν ἐπιδημία τῆς χάριτος τοῦ Παρα­κλήτου λαμβάνει σάρκα τὸ ἐφηβικὸ ἐκεῖνο ὄνειρο τῆς ἱερωσύνης.

Πολλὰ μεσολάβησαν ἀνάμεσα στὶς δυὸ σκηνές. Λογισμοὶ καὶ κλονισμοί, παρ­αινέσεις καὶ ἀποτροπές, ὄνειρα καὶ ἀποτυχίες, ἀπὸ τὸν ἀθῶο πόθο τῆς ἱε­ρωσύνης μέχρι τὸ «Ἄξιος!» μιὰ μικρὴ καθημερινὴ ὀδύσσεια δρόμος.

Κι ὅμως παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ προοπτικὴ τῆς ἱερωσύνης δὲν ἔσβηνε, ἀλλὰ μᾶλλον ἀναζω­πυρωνόταν, πολλὲς φορὲς μὲ παράδοξο καὶ ἀκα­τάληπτο τρόπο.

Δοξολογῶ τὸν Κύριο γιὰ ὅλα. Δική Του ἄλλωστε εἶναι ἡ κτίση, δική Του καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σία. Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ τὰ χαρίσματα, τὶς ἐμπει­ρίες καὶ εὐκαιρίες, τοὺς πολύτιμους ἀν­θρώπους, πάντων ἕνεκεν. Ὅ,τι καλὸ ἔχω προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά Του. Ὅ,τι στραβὸ ἔχω, ὀφείλεται στὴν ἄρνησή μου νὰ συμμορ­φωθῶ στὰ κελεύσματά Του. Ὅπως καὶ νἄχει ὅσα καλὰ διαθέτω τίθενται στὴ διά­θεση τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ τῶν δούλων Του. Τὴ σωτηρία τους ἄλλωστε διακονεῖ ὁ κληρικός. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἱερατικὲς δρα­στηριότητες καὶ πρωτοβουλίες ὑφί­σταν­ται παρ­εμπιπτόντως…

Αἰτοῦμαι ταπεινῶς τὴν συγχώρηση ὅ­σων ἐπίκρανα. Παρέ­χω κι ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου τὴν τοιαύτη συγχώ­ρηση.

Εὐγνωμονῶ τοὺς καλούς μου γονεῖς Νι­κόλαο καὶ Σταυρούλα γιὰ τὴν πρόθυμη καὶ μεγάλη θυσία τοῦ μο­νογενοῦς τους υἱοῦ στὸν βωμὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Εὐχαριστῶ τοὺς πνευματικούς μου πα­τέρες, ποὺ τόσο κοπίασαν «ἵνα μορ­φωθῇ Χρι­στὸς ἐν ἐμοί». Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ἀπευ­θύνω στὸν Γέροντα Ἀρσένιο Μολυβίτη γιὰ τὴν πατρικὴ στοργὴ καὶ μέριμνά του.

Εὐχαριστῶ τοὺς δασκάλους μου στὴν ψαλτι­κὴ καὶ τὴν θεολογία. Τοὺς εἶμαι διὰ βίου εὐγνώμων γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀντι­στοίχων αἰσθητηρίων.

Ἀκόμη εὐχαριστῶ τόσο αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀγάπησαν, ὅσο κι αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀμφισβή­τησαν ἢ καὶ μὲ πρόδωσαν, γιατὶ ἐξαιτίας τους ἔμαθα πὼς μόνον ὁ Κύ­ριος δὲ μᾶς ἀπογοη­τεύει…

Εὐχαριστῶ τέλος ὅλους ὅσοι μὲ τιμᾶτε μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀγάπη σας. Μεγάλη εἶναι ἡ χαρά μου ποὺ σήμερα βρίσκονται ἐδὼ ἀδέλφια μου ἀπ᾿  ὅλη τὴν Ἑλλάδα καθὼς καὶ ἡ ἐν Κύπρῳ οἰκογένειά μου.

Ἔσχατο στὴν ἀναφορὰ ἀλλὰ πρῶτον στὴν τιμὴ εὐχαριστῶ Ἐσᾶς, Σε­βα­σμιώτατε, γιὰ τὸ πα­ρά­δειγμα τῆς ἀνεπιτήδευτης ἁπλό­τητας καὶ εἰλι­κρι­νοῦς ἀμεσότητας, καθὼς καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἀφανεῖς καὶ φανερὲς εὐεργεσίες. Θ’ ἀγωνιστῶ, ὥστε νὰ μὴν αἰσχυνθῆτε ἐξ­αιτίας μου «ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ φοβερᾷ τῆς ἀντα­ποδόσεώς Του τῆς δικαίας».

Κύριε τοῦ Ἀμπελῶνος καὶ Εὐεργέτα τῆς ζωῆς μου, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Θεο­τόκου, «τὸ ἔλεός σου κατα­διώ­ξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Γένοιτο.

Εὔξαι ὑπὲρ ἐμοῦ, Δέσποτα ἅγιε.

Χειροτονία εἰς διάκονον

Ἱ. Ν. Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης Πρεβέζης, 24 Ἰουνίου 2022

Σεβασμιώτατε πάτερ και ἀρχιθύτα τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀποστολικῆς Μητροπό­λεως κ. Χρυ­­σόστομε.

Ἡ κλῆσις τῆς ἱερωσύνης παλαιά· ἐγὼ ὅμως ἔφυγον «εἰς Θαρσὶς ἐκ προσώπου Κυρίου» (Ἰων. 1.3). Ἡ πορεία πρὸς Νινευὴ φάνταζε μα­κρὰ καὶ κοπιώδης, καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου δυσερμήνευτον. Ἡ φιλ­ανθρωπία Του ὡστόσο ἔσωσέ με τοῦ κινδύνου τῆς «θα­λάσσης» διὰ τοῦ «κή­τους» τῆς ψαλτικῆς… Καὶ ὅταν ἐπιτέλους ἀνεφώνησα: «…ἀνα­βήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρὸς σὲ Κύριε ὁ Θεός μου… ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοι εἰς σω­τηρίαν μου…» (Ἰων. 2.7-10), ὁ Κύριος ἔδωκέ μοι χεῖρα καί «ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας»… (Ψαλμ. 39.3)

Πορεύομαι τὸ λοιπὸν εἰς Νινευὴ τοῦ κηρύξαι ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων καὶ φιλ­άνθρωπος, ἀνα­μένων ὑπομονετικῶς τὴν μετά­νοια ἑνὸς ἑκάστου.

Διαβαίνοντας τὸ κατώφλι τῆς διακονίας δο­ξάζω καταρχὰς τὸν διακονούμενο Κύριο γιὰ τοὺς καλούς μου γονεῖς Νικό­λαο καὶ Σταυ­ροῦλα, ποὺ ποτὲ δὲ στάθηκαν ἐμπόδιο σὲ κάθε ἐν Χριστῷ ἐπιθυμία μου καὶ ἀπόφαση.

Ἀκόμη Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ τοὺς πολ­λοὺς καὶ ἐξαιρετικοὺς φίλους, τ᾿  ἀδέλ­φια ποὺ δὲν εἶχα. Δὲ θὰ ἦταν ἄστοχο νὰ πῶ πὼς οἱ φίλοι εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολυτιμώτερα ἐν κόσμῳ θεῖα δῶρα, ποὺ ὀμορφαίνουν καὶ πλουτίζουν τὴ ζωή μου. 

Εὐγνωμονῶ τὸν Κύριο γιὰ τὶς εὐκαιρίες μου­σικῆς, θεολογικῆς καὶ λοιπῆς καλλιέρ­γει­ας, ποὺ μοῦ παρεῖχε, καθὼς καὶ γιατὶ ὁδή­γη­σε τὰ βήματά μου πλάϊ σὲ σπουδαίους ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐκκλη­σί­ας, πηγὴ καὶ ἔμπνευση γιὰ τὴν πορεία μου. Μνημο­νεύω ἐνδεικτικὰ τῆς σεπτῆς μορφῆς τοῦ μακαρι­στοῦ Μελετίου Νικοπόλεως (1933-2012), ὁ ὁποῖος μὲ τὰ χα­ρίσματα καὶ σύνολη τὴ βιοτή του ἄφησε ἔκ­τυπο τὸ πέρα­σμά του στὴ ζωή μου· ἄληστος ἔστω ἡ μνή­μη του.

Ἀδυνατῶ νὰ βρῶ λόγους, γιὰ νὰ εὐχαρι­στήσω ἱκανῶς τοὺς πατέρες Δη­μήτριο, Ἐλευ­θέριο, Ἀγα­θάγ­γελο, Κωνσταντῖνο, Πάμφιλο καὶ Μύρωνα γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τῆς ἐν Χριστῷ μορφώσεώς μου. Ἂς τοὺς ἀποδώσει ὁ Κύριος τὸ δίκαιον ὄφλημα. Γνω­ρίζω, ὅτι τοὺς κούρα­σα ἀρκετά… Ξεχωριστὰ τέλος εὐχαριστῶ τὸν γέροντα Ἀρσένιο Μολυβίτη γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴ διακριτικότητα καὶ τὸ ἔσχατο λάκτισμα πρὸς τὴν ἱερωσύνη.

Ἐξίσου εὐχαριστῶ ὅλους ὅσοι μὲ προέ­τρε­ψαν γιὰ τὴν ὥρα τούτη, ἀλλὰ καὶ ὅσους μὲ ἀπέτρεψαν, διότι μὲ τὸν τρόπο τους μὲ βοή­θησαν νὰ δοκιμάσω τὴν ἀλήθεια τῆς κλήσεως καὶ τὴ γνησιότητα τῆς κλίσεως μου.

Ἐκφράζω τὴν μεγάλη μου εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς μέχρι πρότινος συνοδοιπό­ρους μου στὸν Χορὸ Ψαλ­τῶν Πρεβέζης, τοὺς συνερ­γά­τες μου στὸ ἀναλόγιο τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Πρεβέζης, κα­θὼς καὶ τοὺς συναδέλφους μου στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μη­τροπόλεως Νικοπόλεως, γιὰ τὴ συνεργασία καὶ τὴ διάθεση κοινῆς πορείας.

Καυχῶμαι τὴν ἐν Κυρίῳ καύχηση γιὰ τοὺς ἀγαπημένους μου μαθητές. Ἂν καὶ πολ­λὰ ἔμαθαν ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά μου, θεωρῶ ὅτι μᾶλλον ἐγὼ διδάχτηκα ἀπό ’κείνους χάρη στὸν ζῆλο, τὴν ὑπο­μονή, τὴν αγάπη, τὸ σεβα­σμό, τὴν εὐ­γνω­μο­σύνη, τὴ μακροθυ­μία τους. Ἂς τοὺς χαριτώνει ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν ἀνυμνούμενος Κύριος καὶ οἱ ἅγιοί Του.

Ἐξ ὅλης ψυχῆς μου εὐχαριστῶ ὅλους ὅ­σοι σήμερα μὲ τιμᾶτε διὰ τῆς παρουσίας σας, πρωτί­στως τὸν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Το­λιά­­ρας καὶ Νοτίου Μαδαγασκάρης κ. Πρό­δρο­μο, παλαιὸ φίλο, καὶ δευτερευόντως τοὺς φίλους κληρι­κοὺς καὶ λαϊ­κούς, συγγενεῖς, μα­θητὲς καὶ ἰδιαιτέ­ρως τοὺς συν­αντι­λήπτορες ἱεροψάλτες, τῶν ὁποίων ἁπάντων τὶς εὐχὲς ἐκζητῶ καθὼς θέ­τω «χεῖρα ἐπ᾿  ἄροτρον» (Λκ. 9.62).

Αἰτοῦμαι τέλος συγχώ­ρη­ση ἀπ᾿  ὅσους ἐπί­κρα­να. Παρέχω καὶ ἐγὼ ἐκ βάθους ψυχῆς τὴν ἀνά­λογη. 

Ἔσχατον ἀλλὰ πρῶτον εὐχαριστῶ ἐ­σᾶς, Σε­βασμιώτατε, διότι μὲ περι­βά­λατε μὲ ἀγάπη εὐ­θὺς ἐξ ἀρχῆς. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐ­λευ­θερία καὶ ἡ ἁ­πλότητα τῶν σχέσεων θὰ πα­ρα­μένει παράδειγμα πρὸς μί­μηση. Εὐγνώμων δια­τελῶν γιὰ ὅλες τὶς μέ­χρι τῶρα εὐεργεσίες, ἀφανεῖς καὶ φανερές, ὑπό­σχομαι κατὰ τὸ δυ­νατὸν νὰ μὴ σᾶς ἀπογοητεύσω ὡς κληρικός.

Κύριε τοῦ Ἀμπελῶνος, πρεσβείαις τοῦ Τιμίου Ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου Πενταπόλεως, «γενοῦ μοι εἰς Θεὸν ὑπερασπιστὴν καὶ εἰς οἶκον κατά­φυ­γῆς» (Ψάλμ. 30.3). Χάρισέ μου τὴν παρηγορία τῆς «κολο­κύνθης» καὶ μὴ εὐ­δοκή­σεις νὰ λησμονήσω ὅτι εἶσαι μακρόθυμος καὶ φεί­δεσαι τῶν πλα­σμάτων τῶν χειρῶν σου εἰς τέλος.

Γένοιτο.

Εὔξαι ὑπὲρ ἐμοῦ, Δέσποτα ἅγιε.

Ἡ ἀ-θάνατη ἐποχή μας

Ἀρκετὰ χρόνια πρίν, μετὰ ἀπὸ μιὰ κηδεία γέροντα στὸ χωριό μου, ἄκουσα συνομηλίκους του νὰ εὔχονται ἁλλήλοις: «Ἄϊντε, καὶ στὰ δικά μας!». Ἡ παράδοξη αὐτὴ εὐχή, ποὺ παρέπεμπε μᾶλλον σὲ γάμο παρὰ σὲ κηδεία, ἤχησε παράξενα στὰ νεανικά μου αὐτιά. Ἄρχισα ἔκτοτε νὰ πα­ρατηρῶ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ εἶχαν ἀναπτύξει μιὰν ἐξοικείωση μὲ τὸν θάνατό τους. Καὶ πῶς ἀλλιῶς, ἀφοῦ ὁ θάνατος εἶναι ἡ μεγαλύτερη βεβαιότητα τῆς ζωῆς μας…

          Θυμᾶμαι τὶς γυναῖκες μετὰ τὰ ἑξῆντα χρόνια τους περίπου νὰ μαυροφοροῦν, ἔστω κι ἂν δὲν ἦταν χῆρες. Ἐννοεῖται βέβαια πὼς δὲν ἔβαφαν τὰ μαλλιά τους μήτε καλλωπίζονταν γενικότερα. Ἦταν κι αὐτὸ ἕνα εἶδος παραδοχῆς -ὄχι καταθλιπτικῆς ὅμως- ὅτι ὁ κύκλος τῆς ζωῆς τους ἔκλεινε σιγά-σιγὰ καὶ ὅδευαν πρὸς τὴν ἄλλη ζωή. «Φτιάξε τὸ μαντῆλι σου», ἔλεγα στὴ γιαγιά μου. «Ἐμένα, ἐκεῖνος ποὺ θὰ μὲ πάρει -ὁ Χάρος, ἐννοοῦσε- μὲ θέλει ὅπως καὶ νἆμαι», ἀποκρινόταν. Ἀκόμα καὶ οἱ ἄντρες φοροῦσαν σκου­ρό­χρωμα ροῦχα στὰ γηρατειά τους. Ὅλα ἔδειχναν μιὰν ἀποδοχὴ καὶ μιὰν ἀναμονὴ τοῦ θανάτου, ὄχι πε­σι­μιστική, ἀλλὰ ῥεαλιστική, ἀνατολίτικη.

          Οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ, ἔστω κι ἂν δὲν εἶχαν πάντοτε βαθειὰ πίστη στὸν Θεό, θεωροῦσαν δεδομένο ὅτι ἡ ἄλλη ζωὴ εἶναι πιὸ ἀληθινή. Λέει ἐπιβεβαιωτικὰ μιὰ παροιμία: «Αὐτός [ὁ νεκρὸς δηλ.] εἶναι στὶς ἀλήθειες, ἐμεῖς [οἱ ζωντανοί] εἴμαστε στὰ ψέματα». Ἄλλη παροιμιώδης φράση, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν συνειδητοποίηση τοῦ θνητοῦ τῆς φύσης μας, συμπεραίνει: «Εἴμαστε θανατισμένοι [πῶς νὰ γίνει ἀλ­λιῶς;]». Μιὰ ἀκόμη πιὸ συγκλονιστικὴ φράση, ποὺ ἄκουσα ἀπὸ γεροντότερους ἀνθρώπους στὴ Μακε­δονία, ἡ ὁποία ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ κυνισμοῦ γιὰ τὰ σύγχρονα δεδομένα, ἔλεγε: «Νὰ κάνουμε πολλὰ παιδιά, γιατὶ θὰ πάρει κι ὁ Θεὸς κανένα».

Ἀκόμη οἱ παλιοὶ ἐνοριακοὶ ναοὶ τῶν χωριῶν ἦταν καὶ κοιμη­τηριακοὶ ταυ­τό­χρο­να. Ὅλη ἡ κοινότητα, ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι, εἶχε κέντρο καὶ ἀναφορὰ τὸν ναό. Οὐδεῖς θεωροῦσε κακοτυχία(!) νὰ παντρέψει τὰ παιδιά του σ᾿ ἕνα ναὸ ποὺ γύρω του βρίσκονται τάφοι. Τὸ θεωροῦσε ἀπολύτως φυσιολογικὸ μιᾶς καὶ ὁ θάνατος θεω­ροῦνταν ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ζωῆς. Σὲ κάποια μέρη μάλιστα, ὅταν βάδιζαν οἱ νεόνυμφοι γιὰ τὴν ἐκκλησία, περνοῦσαν καὶ προσκυνοῦσαν τὰ μνήματα τῶν παπ­πού­δων τους. Σήμερα ὄμως αὐτὸ εἶναι ἀδιανόητο. Τὰ κοιμητήρια ἀναπτύσσονται μακριὰ ἀπὸ τὸν πολεοδομικὸ ἱστό. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος προσπαθεῖ ν᾿ ἀπο­μα­κρύ­νει ἀπὸ τὴν καθημερινότητά του ὁτιδήποτε τοῦ θυμίζει τὸν θάνατο, ποὺ ἀναπό­φευ­κτα ὄμως θὰ τὸν συναντήσει.

Παλιότερα ὅλοι, ἀκόμα καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, λάμβαναν μέρος στὶς κηδεῖες. Εἴτε ὡς παπαδάκια προηγοῦνταν τῆς ἐκφορᾶς τοῦ κεκοιμημένου μὲ Σταυρὸ καὶ Ἑξα­­πτέ­ρυγα, εἴτε ὡς πενθοῦντα μέλη τῆς οἰκογένειας ἀποχαιρετοῦσαν τὸν οἰκεῖο τους, εἴτε ἁπλῶς ὡς πιστοὶ συμμετεῖχαν στὴν ἀκολουθία. Μέσ᾿  ἀπὸ τὴν διαδικασία αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν παιδική τους ἀκόμα ἡλικία, χωρὶς συμπλέγματα, φοβίες καὶ προκαταλήψεις μυοῦνταν στὴν ἀφοβία ἀπέναντι στὸν θάνατο κι ἔμμεσα στὴν προ­ετοιμασία γιὰ τὴν αἰωνιότητα.

Αὐτονόητο ἐπίσης θεωροῦνταν, ὅτι ἡ οἰκογένεια ξενυχτοῦσε -κατὰ τὴ λαϊκὴ ἔκφραση- τὸ κεκοιμημένο μέλος της στὸ σπίτι, ὅπου γείτονες καὶ φίλοι μετεῖχαν στὸ πένθος. Στὶς πολυκατοικίες ὅμως τῶν πόλεων ἀρχικά, θεωρήθηκε ἀναπόδεκτο τὸ σκή­νωμα τοῦ νεκροῦ νὰ παραμένει στὸ κτήριο μέχρι τὴν ὥρα τῆς κηδείας. Τὸ ἀνη­συ­χητικὸ εἶναι πὼς πλέον ἡ πρακτικὴ αὐτὴ μεταφέρθηκε σιγά-σιγὰ καὶ τείνει νὰ ἐπικρατήσει καὶ στὰ χωριά. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἀποξενώνονται ἀκόμη πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ φυσικὰ ἀδυνατοῦν νὰ ἀποχαιρετήσουν πρεπόντως τὸ ἀγαπημένο μέλος τῆς οἰκογένειας, ποὺ μετέστη πλέον ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα.

Παράλληλα ὁ παλαιότερα αὐτονόητος τελευταῖος ἀσπασμός, ποὺ δίδεται στὸ μέτωπο τοῦ κεκοιμημένου ἢ στὸ χέρι του -ἂν εἶναι κληρικός- κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐ­ξο­­δίου ἀκολουθίας ἀπὸ ὅλους τοὺς παρευ­ρι­σκό­με­νους, ἀτόνησε σημαντικά. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἴτε σιχαίνονται εἴτε φοβοῦνται τὰ μικρόβια εἴτε… εἴτε… Ἔτσι ἡ ἱερὴ ὥρα τοῦ τελευταίου ἀσπασμοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ψάλλεται τὸ ὁμώνυμο τροπάριο «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν», καταντᾶ γελοία· βλέπεις ἀν­θρώ­πους νὰ κάνουν ὑπόκλιση στὸν νεκρό, νὰ τοῦ χαϊδεύουν τὸ κεφάλι, νὰ κάνουν πὼς ἀσπάζονται φτά­νοντας τὰ χείλη τους σχεδὸν μέχρι τὸ μέτωπό του, νὰ βάζουν τὸ χέρι τους στὸ μέτωπο τοῦ νεκροῦ καὶ νὰ ἀσπάζονται τὸ χέρι τους(!) κ.ἄ.π. Κι ὅλα αὐτὰ γιατὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν ἀντέχει τὴν τόσο ἄμεση καὶ ἁπτὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν θάνατο, μὲ τὸ πεπρωμένο του…

          Παρ᾿ ὅτι ἡ στάση ζωῆς τῶν παλαιότερων ἀνθρώπων εἶναι καταφανῶς ὑγιέ­στε­ρη καί (φυσιο)λογικότερη ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη τωρινή, σήμερα ἐκείνη χαρακτη­ρίζεται ὡς γραφικὴ ἢ καὶ ἀφελής. Τὰ ἐπι­τεύγματα τῆς ἰατρικῆς, ἡ αὔξηση τοῦ προσδόκιμου ζωῆς καὶ ἡ ἀπο­στα­σιοποίηση -ἂν ὄχι ἀποστασία…- ἀπὸ τὴν χρι­στινανι­κὴ πίστη δημιούργησαν στοὺς ἀνθρώπους μιὰ ψευδαίσθηση ἀθανασίας, ὄχι μὲ τὴν χριστιανικὴ ἔννοια, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ ψευδ­αίσθηση τῆς πραγματικότητας, καθὼς ὁ θάνατος συνεχίζει νὰ παραμένει βα­σι­κώτατη συνισταμένη τῆς ζωῆς μας καὶ ἐρώτημα ποὺ χρήζει ἀπαντήσεως ἀπὸ τὸν καθένα. Οἱ ὑπεκφυγὲς δὲν βοήθησαν ποτὲ στὴν ἀποφυγὴ τοῦ μοιραῖα αὐτο­νόη­του…

          Τὸ πρόβλημα ὡστόσο ποὺ γεννᾶται σὰν ἀπότοκο τῆς ψυχολογικῆς ἄρνησης τοῦ θανάτου, δὲν εἶναι φιλοσοφικὸ ἀλλὰ πρακτικό, καθημερινό, καὶ βαθύτατα πνευ­ματικό. Ἡ μνήμη θανάτου καὶ ἡ ἀποδοχή του εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς μετανοίας, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητας. Ἡ ψευδαίσθηση τῆς κοσμικῆς ἀθανασίας ἀποχαλινώνει τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ἀπο­θρασύνει τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλωστε ὁ θάνατος παραχω­ρήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται», κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἂν θέλει νὰ ἐκφύγει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀ-θάνατης κοσμικῆς καὶ μηδενιστικῆς ζωῆς, ποὺ γεννᾶ ἀπελπισία καὶ κατάθλιψη, εἶναι ἀνάγκη νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν πραγματικότητα τοῦ θανάτου μέσα ὅμως ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς Ἀναστάσεως, μιᾶς καὶ γιὰ τὸν πιστὸ ὁ θάνατος εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο πύλη πρὸς τὴν αἰωνιότητα, πέρασμα πρὸς τὴν ἀτέρμονη κοινωνία ἀγάπης καὶ χαρᾶς μὲ τὸν Κύριό μας. Ἄλλωστε «ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν», ὅπως χαρα­κτηριστικὰ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ῥωμ. 14.7-8)…

«Εὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας…» (Α΄ Κορ. 4.15)

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 2015 φίλος βρέθηκε στὴν κηδεία καὶ τὴν ταφὴ τοῦ μητροπολίτου Γερασίμου στὴν Κεφαλλονιά. Μοῦ ἀνέφερε ἔκπληκτος τὸ πλῆθος τῶν παρισταμένων ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κυρίως τὸν συγκλόνισε ἦταν οἱ πολυάριθμοι νέοι ἄνθρωποι, ποὺ ἀποσβολωμένοι στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, ἔκλαιγαν σιωπηλά. Γιατί ἔκλαιγαν; Προφανῶς γιατὶ ἔχασαν τὸν πατέρα τους καὶ ὀρφάνεψαν κατ᾽ ἄνθρωπον.

Μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς λέξεις ποὺ δεσπόζουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ καθημερινότητα εἶναι ἡ λέξη πατήρ, πάτερ, πατέρας.

Εἶναι μιὰ λέξη ποὺ ἀκούγεται σὲ κάθε ἀκολουθία, σὲ κάθε Θεία Λειτουργία: «Πάτερ» (ἡμῶν). Εἶναι μιὰ λέξη τόσο καθημερινή, ὅσο καὶ ὑπερκόσμια. Ὁ Θεὸς καλεῖται πατέρας. Οἱ ἅγιοι ποὺ χαράσσουν μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν βιοτή τους τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καλοῦνται πατέρες. Χάρη σ᾿ αὐτοὺς διαμορφώνεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, τὸ λεγόμενο πατερικὸ φρόνημα ποὺ ἐγγυᾶται τὸ ὀρθὸν τῆς πορείας μας πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

[Στὰ Συναξάρια δὲν ἀποκαλοῦνται παναγιώτατοι μήτε μακαριώτατοι μήτε πανιερώτατοι μήτε σεβασμιώτατοι μήτε θεοφιλέστατοι μήτε πανοσιολο­γιώ­τατοι μήτε πανοσιώτατοι μήτε αἰδεσιμολογιώτατοι μήτε αἰδεσιμώτατοι μήτε ἱερολογιώτατοι μήτε εὐλαβέστατοι μήτε ὁσιολογιώτατοι μήτε ὁσιώτατοι. Καλοῦνται ἁπλῶς πατέρες. Τὸ εἰδικὸ βάρος τῆς λέξης ἐπιβάλλει τὸ ἀπέριττο. Καὶ διὰ τοῦ ἀπερίττου ἐπισφραγίζεται τὸ ἀπόλυτο τῆς σχέσης πατρὸς καὶ υἱοῦ].

Στὴν ἴδια λογικὴ οἱ κληρικοί μας ὀνομάζονται πατέρες, ἀφοῦ ἔχουν λάβει διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ χάρισμα τῆς πατρότητος, διὰ τοῦ ὁποίου (ἀνα)γεννοῦν ἀνθρώπους στὴν πίστη καὶ ἀγωνίζονται νὰ τοὺς ἐνηλικιώσουν πνευματικά «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». (Εφεσ. 4.13)

Τί προσφέρει ὁ πατέρας στὸ παιδὶ κατὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας, ποὺ μελετᾶ τὰ ἀνθρώπινα; Προσφέρει παράδειγμα· προσφέρει σταθερότητα ἐπιλογῶν καὶ ἀρχῶν· προσφέρει τὴν ἀπαραίτητη αὐτοπεποίθηση τοῦ ὑγιοῦς βαδίσματος στὴ ζωή. Μὲ λίγα λόγια, ὁ πατέρας ἐγγυᾶται τὴν ἐνηλικίωση, τὴν μὲ ὡριμότητα ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ἀπὸ τὸ παιδί, τὴν κατὰ διαδοχὴν πατρότητα.

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει στὶς τάξεις της πολλοὺς διδασκάλους, «ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας». Διαθέτει πολλὰ στελέχη ποὺ φιλοδοξοῦν, χωρὶς ἐνδεχομένως τὴν ἀνάλογη προσωπική τους θυσία, νὰ γίνουν διδάσκαλοι τῆς κατὰ Θεὸν πορείας, ἔχει ὅμως λίγους ἀνθρώπους, στοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ στηριχτεῖ ὁ ἀρχάριος στὴν πίστη ποὺ ἀκόμα τρεκλίζουν τὰ γόνατά του, ὁ ἔφηβος ποὺ ἀναζητεῖ πυξίδα ζωῆς, ὁ ἔγγαμος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἀφθαρτοποιήσει τὸν γάμο του, ὁ μοναχὸς ποὺ διψᾶ νὰ τροφοδοτήσει τὴν μοναχική του κλήση, ὁ κληρικός ποὺ ἐπιζητεῖ οὐσιαστικὴ στήριξη στοὺς ὁραματισμοὺς καὶ τὶς καθημερινὲς ἀπογοητεύσεις του, ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ἔχει τόση ἀνάγκη πατρικοῦ ὤμου γιὰ νὰ θρηνήσει τὴν πτώση του καὶ νὰ θέσει θεμέλιο μετανοίας.

Μὲ λίγα λόγια ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀναζητεῖ τὴν ἀνάπαυση, τὴν καθοδήγηση, τὴν ἀγάπη· ἀναζητεῖ πατέρα. Κι ἕνα πρᾶγμα προσδοκοῦν μὲ ἄσβεστη τὴν ἐλπίδα οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ ἕνα κληρικό: πολιτεία πατρότητος, δηλαδὴ βαθειά, ἀταλάντευτη πίστη, ἀνδρεῖο φρόνημα, ἀνιδιοτέλεια κινήτρων, πατρικὴ στήριξη καὶ συμπόρευση.

Ἀκοῦμε συχνὰ ἀπὸ χείλη ἐπισκόπων γιὰ ὑποψηφίους κληρικούς: «Εἶναι καλὸ παιδί· θὰ τὸν χειροτονήσουμε (διάκονο, πρεσβύτερο, ἐπίσκοπο)». Καὶ χειρο­το­νοῦν στὴ συνέχεια αὐτὸ τὸ καλὸ παιδί ποὺ προσπαθεῖ κατόπιν νὰ ἐργαστεῖ στὴν ἐνορία ἢ τὴν ἐπισκοπή του. Κι ὅλο παραπονιέται, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν διακονοῦν (…) δὲν εἶναι ὅπως ἀνέμενε καὶ γιατὶ τὸν ἀμφισβητοῦν καὶ ὁ κατάλογος μὲ τά «γιατί» ὅλο καὶ μακραίνει, ἀφοῦ ὅπως λέει ἡ λαϊκὴ σοφία: «Τό «γιατί» τό ’σπειραν καὶ δὲ φύτρωσε»…

Τὸ μεῖζον πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν καὶ εἶναι ἡ ἔλλειψη παιδαγωγῶν «εἰς Χριστόν», εἶναι ἡ ἔλλειψη πατέρων, ἀνθρώπων δηλαδή ποὺ θὰ γίνουν κληρικοὶ ἀναλαμβάνοντας τὸν ρόλο τοῦ πατέρα, αἴροντας κηρυναϊκὰ τὴν εὐθύνη ποὺ τοὺς ἀναλογεῖ στὴν κατὰ Θεὸν διαπαιδαγώγηση τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους, μὲ μόνο σκοπὸ νὰ διακονήσουν τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων κι ὄχι ἁπλῶς νὰ διακονηθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ τὰ πάθη τους, ἀδιάβλητα ἢ καὶ διαβλητά… Ἔχει χορτάσει ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ «καλὰ παιδιά». Πατέρες ἀναζητεῖ ἐναγωνίως τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνδρωθεῖ κατά Θεόν, γιὰ νὰ καταφέρει ν᾿ ἀποφύγει «τὸ χαῦνον τοῦ θήλεως» ποὺ ἐξα­πλώνεται ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ καὶ φανερώνεται στὴν ἐπιζήτηση τῶν ἀνέσεων καὶ στὴν ἀποφυγὴ τοῦ σωτηριώδους κόπου, στὴν ὑποκριτικὴ συμπεριφορά, στὴν δειλία τῶν ἀποφάσεων, στὴν ὑστεροβουλία κατὰ τὴν προσέγγιση τοῦ ἀδελφοῦ.

Πατέρες ἀναζητεῖ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορεῖ μὲ θάρρος, ἐνίοτε καὶ θράσος, νὰ διεκδικεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως μέσα στὶς καθ᾿ ἡμέραν συγκρούσεις ἐφήμερων καὶ ἐφημεριακῶν συμφερόντων, γιὰ νὰ ὑπομένει μὲ ἀνδρεία τὶς θλίψεις τοῦ βίου, γιὰ νὰ ἐπουλώνει τὰ δήγματα τῶν ψευδα­δέλφων, γιὰ νὰ ὑπομένει τὸν ἴδιο τὸν Θεό, κατὰ τὴν ῥήση τοῦ ψαλμωδοῦ.

Ἐπιλογικὰ θὰ παραθέσω μιὰ πατρικὴ νουθεσία πνευματικοῦ πατρὸς ἀπὸ τὸ κλίμα τοῦ ὁσίου Σωφρονίου (Σαχάρωφ) σὲ φιλικὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο παιδιόθεν ἐπιθυμοῦσε τὴν ἱερωσύνη: «Γιὰ ποιό λόγο θέλεις νὰ γίνεις κληρικός; Γνώριζε ὅτι κληρικὸς σημαίνει πρωτίστως ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία σου προσωπικά, δηλαδή ἐνεργοποίηση τῆς γενικῆς ἱερωσύνης, ποὺ ἔχεις λάβει μὲ τὸ βάπτισμα, κι ἔπειτα ἀγάπη γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν σου, πρᾶγμα ποὺ χαρακτηρίζει τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Μόνο ἔτσι ὡς κληρικὸς θὰ ταυτιστεῖς μὲ τὸν Κύριο ὁ ὁποῖος «θέλει πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση ἡ εἰδικὴ ἱερωσύνη εἶναι βάρος δυσβάστακτο γι᾿ αὐτὸν ποὺ δὲν συνειδητοποιεῖ ὅτι τὸ νὰ εἶσαι ἱερέας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἀγῶνας καὶ ἀγωνία γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κινεῖται ὁ Θεός».

Ἂν ἡ (διοικοῦσα) Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται νὰ ἀναδείξει πατέρες, ἂν ἡ (διοι­κοῦ­σα) Ἐκκλησία φροντίζει νὰ προαγάγει στὸ ἀξίωμα τῆς πατρότητας μέλη της ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν γνήσια διάθεση πατρικῆς διακονίας τοῦ λαοῦ, τότε τὸ ἐπίγειο μέλλον Της προβλέπεται εὐοίωνο, ἐφόσον ἡ πατρότητα ἐγγυᾶται τὴν γέννηση νέων μελῶν καὶ τὴν αὔξηση τοῦ πλήθους τῶν πιστευόντων.

Στὸν ἀντίποδα, ἡ κακέκτυπη πατρότητα ποὺ μόνο τὴν τιμὴ πρὸς τὴν πατρική της ἱδιότητα γνωρίζει ν᾿ ἀποζητεῖ καὶ νὰ διεκδικεῖ (…), θὰ ὁδηγήσει μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια σὲ πνευματικὴ στειρότητα, σ᾿ ἕνα δημογραφικοῦ τύπου πρόβλημα ποσότητας καὶ ποιότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Μὴ γένοιτο…

Ὑ.Γ. Τὸ κείμενο εἶχε δημοσιευθεῖ παλαιότερα σὲ φιλικὸ ἰστότοπο

Ἀνάληψη

Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ τελευταία σκηνὴ τῆς ἐπὶ γῆς πα­ρου­σί­ας Του καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τῶν μα­θη­τῶν, τῆς Ἐκκλη­σίας δηλαδή, κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἰωάννη Φουντούλη. Ὁ Κύ­­ρι­ος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς οἰκονομίας, ὑψώ­νε­ται νικητὴς στὸ οὐ­ρά­­νιο βάθρο, ὁ Θεὸς Πατέρας τὸν ὑπο­δέ­χεται, ἐνῷ ἄγγε­λοι καὶ ἄνθρωποι τὸν δο­ξο­­λο­­γοῦν σὰν θριαμβευτή. Μαζί Του θριαμ­βεύει ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώπινο γέ­νος, ἀφοῦ «ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολοσ. 3.1) μὲ τὸ ἀν­θρώ­πινο σῶμα Του, τὴν θεω­θεῖ­σα σάρκα, ὅπως περιγράφουν καὶ οἱ ὕμ­νοι τῆς ἑορτῆς. Ταυτό­χρονα, ὁ Κύριος δίνει τὴν ὑπόσχεση στοὺς μαθητές, ὅτι δὲν θὰ τοὺς ἀφήσει ὀρφανούς, ἀλλὰ θὰ στείλει τὸν Παράκλητο, γιὰ νὰ συ­νο­δεύει τὴν Ἐκκλησία «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28.20).

Ἐκκλησία, Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας…

Αὐτὸ ποὺ (θὰ ἔπρεπε νὰ) δεσπόζει στὴν Ἐκκλησία, εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πολὺ ἁπλὰ διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

Τὸ νὰ εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει αὐτονόητα, ὅτι ἔχει οὐσιαστικὴ καὶ ὑπαρκτὴ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. 

Ὅλα τὰ ἄλλα, εὐλαβεῖς συνήθειες, κανόνες, ἤθη, κ.λπ. ὑπάρχουν ὡς ὁδηγοὶ καὶ ὑπηρέτες αὐτῆς τῆς σχέσης. Ὅταν αὐτονομοῦνται, εἰδωλοποιοῦνται.

Μὲ ἄλλα λόγια μπορεῖ νὰ καταλήξουμε νὰ λατρεύουμε ὄχι τὸν Κύριο, ἀλλὰ τὴν νηστεία, τὴν ἄσκηση, τὴν πνευματικὴ μελέτη, τὴν προσευχή, ἀκόμη καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, φαινόμενο ποὺ δυστυχῶς ἰσχύει σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ἔκταση. [Τὸ φαινόμενο αὐτὸ παρεμπιπτόντως καλεῖται εὐσεβισμός.]

Σὲ τελικὴ ἀνάλυση χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ στέκεται διαρκῶς ἀπέναντι στὸν Χριστὸ σὲ μιὰ ἀγαπητική, εἰλικρινῆ λατρευτικὴ κίνηση καὶ στάση. Ἀκόμη καὶ ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως θὰ εἶναι μιὰ τέτοια τοποθέτηση.

Ἂν ἀντέχουμε νὰ στεκόμαστε ἀπέναντι στὸν Χριστὸ μὲ ἀγάπη καὶ ἁπλότητα, παρόλη τὴν ἁμαρτωλότητά μας, αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ κριτήριο τῆς χριστιανικότητάς μας. Ἂν δὲν ἀντέχουμε καὶ δὲν ζοῦμε τὸν χριστιανισμό μας ὡς μιὰ τέτοια ἀμφίδρομη σχέση, τότε ἡ πνευματικότητά μας μᾶλλον εἶναι προβληματικὴ καὶ ἡ χριστιανικότητά μας τοὐλάχιστον ἀνώριμη.

Μόνη μας ἐλπίδα, μόνο μας πρότυπο, μόνος οὐσιαστικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, ἔστω «ἱερά», ἔστω «εὐσεβῆ» μποροῦν νὰ ἀποβοῦν ἀπὸ παραπλανητικὰ ἕως καὶ ἐπικίνδυνα…

Ὁμιλία καταληκτήριος

(κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Κυριακῆς 12 Σεπτεμβρίου 1982

εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου)

ὑπὸ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος

Μελίτωνος Χατζῆ

Προέδρου τῆς Β΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως

(ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὸ Σαμπεζὺ τῆς Ἐλβετίας, 3-12 Σεπτεμβρίου 1982

καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου)

«Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ἡ ὁμιλία αὕτη ἀπευθύνεται, ὄχι πρὸς τὴν Προσυνοδικὴν Πα­ν­ορ­θόδοξον Διάσκεψιν, ἀλλὰ πρὸς σᾶς, τοὺς ἀγαπητοὺς ὀρ­θο­δόξους χρι­στι­α­νούς, ποὺ ἀντιπροσωπεύετε ἐδῶ αὐτὴν τὴν στιγ­μὴν τὸ εὐσεβὲς πλήρω­μα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἐνώπιόν σας, μαζί σας, ἀνοίξαμε αὐτὴν τὴν Διάσκεψιν, μα­ζί σας, ἐνώπιόν σας, καὶ τὴν κατακλείομεν. Καὶ κατακλείο­μεν τὴν Πανορθόδο­ξον Διάσκεψιν μὲ πανορθόδοξον εὐχαρι­στι­α­κὴν σύναξιν, μὲ τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἱεροῦ Χρυσο­στόμου.

Αὐτὴ ἡ Θεία Λειτουργία μας, ποὺ τελεῖται ἀπὸ τὸν κα­νονικὸν ὀρθόδοξον ἐπίσκοπον, ἢ κατ’ ἐξουσιοδότησίν του ἀπὸ τὸν κανονικὸν ὀρθό­δοξον ἱερέα, ἡ κοινωνία μας εἰς τὴν Εὐχα­ριστίαν, εἶναι τὸ θεμέλιον καὶ τὸ κορύφωμα, εἶναι τὸ ἅπαν τῆς Ὀρθοδοξίας μας.

Μὲ αὐτὴν ἐκφράζεται ἡ ὀρθὴ χριστιανικὴ πίστις καὶ ἡ κα­νονικὴ τάξις τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὴ συμπληρώνει καὶ ὁ­λο­κληρώνει καὶ ὑ­περ­βαίνει κάθε πανορ­θόδοξον συνάντησιν καὶ σύσκεψιν καὶ διάσκεψιν. Αὕτη εἶναι ὁ στέφανος τῶν Οἰκου­με­­νικῶν Συνόδων. Καὶ ὅταν αὐταὶ αἱ Σύνοδοι, δὲν συγκροτοῦ­νται, καὶ ὅταν Πανορθόδοξοι Διασκέψεις δὲν πραγ­ματοποιοῦ­νται, ἡ Ὀρ­θοδοξία συνεχίζει τὴν λειτουργίαν τοῦ μυστη­ρίου τῆς Ἐκ­κλη­σίας, τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστο­λικῆς Ἐκκλη­σίας τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεώς μας. Συνεχίζει τὸ κήρυγμα τῶν δύο πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως, τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, καὶ εὐαγγελίζεται εἰς τὸν κόσμον τὸν Λυ­τρω­τήν του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, μὲ αὐτὴν τὴν Θεί­αν Λειτουργίαν.

Ὅ,τι ἐτελέσαμεν εἰς τὴν Διάσκεψίν μας καὶ ὅ,τι παρελεί­ψαμε, τὴν καλὴν πρόθεσιν καὶ τὴν ἀδυναμίαν μας, τὴν θλῖψιν καὶ τὴν ἐλπίδα μας, ὅλα τὰ προσεκομίσαμε μαζὶ μὲ τὰ Τίμια δῶρα καὶ τὰ κατεθέσαμεν εἰς τὸ Θυσιαστήριον καὶ παρεκα­λέ­σαμε τὸν Κύριο, ποὺ ἦλθε καὶ εἶναι ἐδῶ ὁλόσωμος ἐπάνω εἰς αὐ­τὸ τὸ Θυσιαστήριον, νὰ τὰ μετουσιώσῃ εἰς ζωὴν τῆς Ἐκκλη­σί­ας, τὴν ὁποίαν Ἐκεῖνος ἵδρυσε μὲ τὸ τίμιόν Του αἷμα, τὸ ἐκχυ­θὲν ὑπὲρ τῆς του κόσμου σωτηρίας.

Καὶ ἐτελέσαμεν τὴν ἱερουργίαν αὐτὴν ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἐπισκό­πων καὶ τῇ κοινωνίᾳ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Τοῦτο εἶναι θαυμαστὸν πλήρωμα λειτουργικῆς ἑνότητος, ποὺ θαυ­μα­στῶς ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἑνιαῖ­ον τῆς Ὀρθοδο­ξίας.

Ἀδελφοί,

Πρώτιστα αὐτὸ τὸ ἑνιαῖον τῆς Ὀρθοδοξίας ἦτο τὸ κύριον μέλημά μας, νὰ ἐκφράσωμεν εἰς αὐτὴν τὴν Πανορθόδοξον Διά­σκεψιν, μαζί σας, ἔτσι ὅπως εἴμεθα ἐδῶ μαζί σας, ὄχι χωρὶς τὴν κατανόησίν σας καὶ τὴν γνώμην σας, ὄχι ἔξω ἀπὸ τὴν πραγ­μα­τικότητά σας καὶ τὰ προβλήματά σας. Αὐτὰ ποὺ λέγω τώρα εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν διατυπώ­νονται ὡς ἑξῆς: ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ συνείδησις τῆς Ὀρ­­θοδόξου Ἐκ­κλη­σίας (ὅπου μέσα εἰς τὸν ὅρον Ἐκκλησία περικλείεται ὅλη ἡ ἔννοια, δηλαδὴ περικλείεσθε καί ’σεῖς, τὸ πλήρωμά της).

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Δὲν πρόκειται νὰ σᾶς ἀπασχολήσω ἐδῶ τώρα μὲ τὰς λε­πτο­μερείας τῶν ἐργασιῶν τῆς Διασκέψεώς μας. Αὐτὰ θὰ τὰ πλη­ροφορηθεῖτε ἀπὸ τὸ Ἀνακοινωθέν, ποὺ ἐξεδόθη χθὲς καὶ ἀ­ναφέρει λεπτομερῶς καὶ τὰ θέματα καὶ τὰς ἀπόψεις μας.

Ἐκεῖνο ποὺ θεωρῶ ἀπαραίτητο καὶ ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς μετα­δώ­σω ἀμέσως μετὰ τὴν Διάσκεψιν εἰς τὴν πρώτην αὐτὴν ἐδῶ συνάντησιν καὶ ἐπικοινωνίαν της, μὲ σᾶς, τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκ­κλη­σίας εἶναι τοῦτο: ὅτι ἐδῶ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην φο­ράν, αὐτὴν τὴν φοράν, ὁλοφάνερα ἐσυνειδητοποιήσαμεν ὡς ποι­μαίνουσα καὶ διοικοῦσα Ἐκκλησία, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προοδεύσωμεν πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, πρῶτον, χωρὶς τὴν ἄῤῥηκτη ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί, δεύτερον, χωρὶς νὰ σᾶς συμβουλευθοῦμε, χωρὶς νὰ ἔχουμε τὴν γνώμην σας.

Ἐδῶ, αὐτὴν τὴν φοράν, πέραν ἀπὸ τὰς μετριόφρονας ἐκ­κλη­σια­στικάς μας ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας μας διατάξεως, ἐκάναμε τὴν σπουδαιοτέραν ἀνακάλυψιν ὅτι ὑπάρχετε καί ’σεῖς, τὸ πλή­ρωμα, ὄχι βέβαια μὲ τὴν ἔννοιαν τῶν ὀλίγον-πολὺ εὐσεβῶν ἀνθρώ­πων, ποὺ τοὺς ἀξίζει κάθε σεβα­σμός, κάθε τιμὴ καὶ κάθε ἔπαινος, ἀλλὰ ὅτι ὑπάρχετε καί ’σεῖς, τὸ πλήρωμα μὲ τὴν πλήρη ἔννοιαν, ’σεῖς ὅλοι ποὺ σᾶς ἐβαπτί­σαμεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος εἰς τὴν κολυμβήθραν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ μετὰ δὲν σᾶς ἐκατηχήσαμε, περιορισθέντες εἰς τὸ Πιστεύω τοῦ ἀναδόχου, ἀλλὰ σᾶς ἐγκαταλείψαμε εἰς τὴν τύχην σας. Καὶ εἴπαμε. Δὲν τὸ λέγω ἐγώ. Τὸ λέγει τὸ νόημα τῆς Διασκέψεως, τὸ λέγει τὸ πνεῦμα τῆς Διασκέ­ψεως: νὰ σᾶς ζητήσουμε συγγνώ­μην.

Αὐτὸ εἶναι σπουδαία ἀνακάλυψις καὶ σπουδαῖο ξεκίνημα. Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ. Διὰ τοῦτο ἀκόμη εἴπαμε ὅτι πρέπει νὰ ἀρχί­σου­με διάλογον μαζί σας. Ὄχι ἕνα γενικὸν καὶ ἀόριστον διάλο­γον. Ἀλλὰ διάλογον ποιμένος καὶ ποιμνίου σὲ κάθε τόπο, δη­λαδὴ σὲ κάθε ἐνορία, σὲ κάθε χωριό, σὲ κάθε πόλη, σε κάθε Μητρόπολη, σε κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκ­κλη­σία. Διάλογο ἀπὸ τὰς ῥίζας πρὸς τὰ ἐπάνω. Αὐτὴ ἀνεγνωρίσαμεν ὅτι εἶναι ἡ εὐθύνη μας, τῶν ποιμένων, τῶν ἐπισκόπων.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω τώρα εἶναι ὄχι ἡ ἑρμηνεία, ἀλλὰ ἡ συνοπτικὴ ἔκφρασις τοῦ πνεύματος, τοῦ πράγματος τῆς Διασκέψεως. Θὰ τὸ διαπιστώσετε ὅταν θὰ δημοσιευθοῦν τὰ Πρακτικά.

Τὴν τεχνικὴν τοῦ διαλόγου, τὴν μέθοδόν του, θὰ τὴν με­λετ­ήσῃ καὶ θὰ τὴν φροντίσῃ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ κάθε ὑπεύθυνος ποιμήν. Ὅμως κανείς μας δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀγνοήσῃ τὴν ἐξέλιξιν τῆς ἐποχῆς μας εἰς τὴν μεθοδολογίαν τῶν δια­λό­γων. Κανείς μας δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀγνοήσῃ πλὴν ἐκείνων ποὺ ἔχουν αὐταρέσκειαν καὶ αὐτάρκειαν καὶ ἐπιμένουν νὰ παραμέ­νουν ὑπὸ ὑάλινον κώδωνα, ἣ μέσα εἰς τὸ ὀχυρὸν τῆς ἀνασφα­λοῦς ἀσφαλείας τοῦ παραδεδομένου, ἁπλῶς καὶ μόνον διότι αὐτὸ ὑπαγορεύει τὸ συμφέρον των, αἱ σκοπιμότητες καὶ αἱ ἐπι­διώξεις των. Κανείς μας, λέγω, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀγνοήσῃ σ’ ἕνα οὐσιώδους σημασίας διάλογο τὴν σπουδαιότητα τῆς θέσεως δύο ἀποφασιστικῶν θεσμῶν ποὺ διαμορ­φώ­νουν εἰς τὸν σύγ­χρο­­νον κόσμον τὴν κοινὴν γνώμην, δηλαδὴ τοῦ θεσμοῦ τῶν δη­μοσίων σχέσεων καὶ τοῦ θεσμοῦ τῶν μέσων μαζικῆς πληρο­φο­ρήσεως.

Κατέρχομαι ἀπὸ ἀνάγκην εἰς τὰς λεπτομερείας αὐτὰς πρῶτον διὰ νὰ ὑπενθυμίσω εἰς τὸν ἑαυτόν μου καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μου συμποι­μένας μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὡρισμένοι ἐκ τῶν συνέδρων μὲ πολὺν ῥεαλι­σμὸν καὶ παῤῥησίαν ἀπεκάλεσαν νεομε­σαιω­νικὴν ἀντίληψιν καὶ τρόπον ἀντιμετωπίσεως ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἰτημάτων τῆς ἐποχῆς μας. Ποίας δὲ ἐποχῆς; Μιᾶς ἐποχῆς ποὺ ὅλα ἀμφι­σβητοῦνται, ὅλα προκαλοῦνται, ὅλα συζητοῦνται καὶ ὅλα δια­κυ­βεύονται. Μιᾶς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἀντίχριστος χρη­σι­μοποιεῖ ὅλην αὐτὴν τὴν τεχνικὴν καὶ τὴν ἀξιοποιεῖ μὲ σατα­νικὴν μέν, ἀλλ’ ὅμως εὐφυΐαν, μέχρι τοῦ εὐφυεστάτου σημείου ἀξιοποιήσεως καὶ τοῦ ποδο­σφαι­ρικοῦ γηπέδου. Ποῖος ἐπίσκο­πος ἀπὸ ἡμᾶς κατώρθωσε νὰ συλλάβῃ αὐτὸ τὸ μυστικὸν τοῦ ποδοσφαιρικοῦ γηπέδου; Καὶ ποῖος κατώρθωσε νὰ στρέψῃ τὸν πόλον τῆς ἕλξεως ἀπὸ τοῦ γηπέδου τούτου πρὸς τὴν ἐκ­κλη­σίαν του; Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερον ἐρώτημα εἶναι τοῦτο: ποῖος ποιμὴν ἐνδιαφέρθηκε καὶ ἀσχολήθηκε καὶ ἐργάσθηκε, ὥστε νὰ κερδίσῃ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ αὐτὰ τὰ εἴδωλα τῆς συγχρόνου κοινῆς γνώ­μης, τοὺς ποδο­σφαι­ριστάς, καὶ νὰ τοὺς μετατρέψῃ, καὶ εἰς αὐτὸ τὸ γήπεδον, σὲ ἀποστόλους καὶ κήρυκας;

Ἀλλά, ἀδελφοί, δὲν θὰ μὲ ἀρκέσῃ ὁ χρόνος διὰ νὰ διηγη­θῶ τὸν νεο­με­σαιωνισμόν μας.

Αὐτὰ ὡς μήνυμα τῆς Διασκέψεώς μας.

Καὶ τώρα ἔρχομαι εἰς τὸ δεύτερον σημεῖον τῆς ὁμιλίας μου, εἰς τὸ μήνυμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ εἶναι κοφτερὸς πε­ρισ­σότερο ἀπὸ κάθε κοφτερὸ μαχαίρι (πρβλ. Ἑβρ. 4.12), μαχαίρι ὄχι θανατηφόρο, ἀλ­λὰ σωστικῆς ἐγχειρήσεως, μαχαίρι χειρουρ­γοῦ.

Λέγει, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴν περικοπὴν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου μὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ: «οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (Ἰω. 3.17).

Λέγει, λοιπόν, ὁ υἱὸς ὁ Χριστός: ὁ Θεὸς δεν μ’ ἔστειλε ἐμένα, τὸν Υἱὸ Του, διὰ νὰ σᾶς κρίνω καὶ νὰ σᾶς καταδικάσω, ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς σώσω. Ὄχι μόνον σᾶς, ἀλλὰ ὅλον τὸν κόσμον, ὅλον τὸν κόσμον νὰ μὴ τὸν κρίνω, νὰ μὴ τὸν καταδικάσω τώρα, ἀλλὰ τώρα νὰ τὸν σώσω.

Ἐμεῖς παρερμηνεύσαμε τὴν πρώτη αὐτὴ παρουσία τοῦ Κυ­ρίου εἰς τὸν κόσμον ὡς παρουσία «κρίσεως, κατακρίσεως καὶ κα­ταδίκης». Καὶ ἐγίναμεν ὡς κήρυκες τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ εὐ­αγ­γελίου Του, τοῦ βασι­λέ­ως βασιλικώτεροι, τοῦ Χριστοῦ χρι­στό­­τεροι, ἐγίναμε περισσότερο κριταὶ καὶ ὀλιγώτερον εὐαγγε­λισταὶ σωτηρίας. Καὶ ἐδρέψαμε τοὺς καρπούς: εἴμεθα ὑπὸ τὴν κρίσιν ἐκείνων τοὺς ὁποίους ἐκρίναμεν. Ἡμεῖς, ὄχι ὁ Κύριος. Διότι ὁ λόγος Του εἶναι ὁ ἴδιος, σαφὴς καὶ ἀναλλοίωτος: ἐγὼ δὲν ἤλθα διὰ νὰ σᾶς κρίνω, ἤλθα διὰ νὰ σᾶς σώσω.

Ἡ πρώτη του παρουσία εἶναι παρουσία σωτηρίας καὶ ὄχι κρίσεως. Βέβαια, θὰ ἔλθῃ καὶ ἡ δευτέρα παρουσία Του. Ἐκείνη θὰ εἶναι ἡμέρα κρίσεως ὅλων. Δὲν αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκην νὰ ἐπεκταθῶ σὲ ἀνάπτυξη αὐτοῦ τοῦ δευτέρου εὐαγγελικοῦ μη­νύματος. Εἶναι τόσο καθαρό, τόσο ἁπλό, τόσο ἐπιγραμματικό, τόσο δυνατὸ καὶ τόσο κοφτερὸ ποὺ πράγμα­τι μᾶς καθαρίζει, μᾶς θεραπεύει καὶ δίδει τὴν ὑγεία ποὺ ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση τοῦ καρκίνου. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μήνυμα καὶ ἕνα κήρυγμα γενικὸ ποὺ ἀ­πευ­θύνεται πρὸς τὸν κάθε χριστιανό, τὸν κάθε πιστό, τὸν κάθε ἄπιστο, τὸν κάθε ἄν­θρωπο. Ἐδῶ, εἰς τὴν περίπτωσίν μας, αὐτὸς ὁ τόσο γλυκύς, ὁ τόσον ἀ­να­κουφιστικός, ἀλλὰ καὶ τόσον φοβε­ρὸς λόγος τοῦ Χριστοῦ συμπλη­ρώνει τὰς ἀποφάσεις τῆς Δια­σκέ­ψεώς μας, τὰ ἀποτελέσματά της, τὸ πνεῦμα της, καὶ δίδει, εἰς ὅλους ἐκείνους ποὺ καλοῦνται νὰ μεταφέρουν τὸ μήνυμα τῆς Διασκέψεως εἰς τὸν κόσμον τὴν βαθυτέραν διάστασιν τοῦ μηνύματος, δίδει τὴν κατεύθυνσιν διὰ τὴν ἐφαρμογήν, ὅτι ὅλα πρέπει ὄχι νὰ ἐμπνευσθοῦν καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπὸ πνεῦμα καὶ διάθεσιν κρίσεως καὶ ἐπικρίσεως καὶ κατακρίσεως, ἀλλὰ ὅλα νὰ ὑπηρετήσουν καὶ νὰ στοχεύσουν τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώ­που καὶ τοῦ κόσμου ὅλου εἰς δόξαν Θεοῦ. Ἀμήν».

«Συνοδικοὶ πειρασμοί»

(ὁ τίτλος ἡμέτερος)

Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος

Μελίτωνος Χατζῆ

Προέδρου τῆς Β΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως

(ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὸ Σαμπεζὺ τῆς Ἐλβετίας, 3-12 Σεπτεμβρίου 1982 καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου)

Ἐναρκτήριος Ὁμιλία

«Σεβάσμιοι σύνεδροι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Μὲ χαράν, σεβασμὸν καὶ συγκίνησιν χαιρετίζομεν τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νην παρουσίαν πάντων ὑμῶν, τῶν τιμίων ἐκπροσώπων τῶν κατὰ τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰς τὸ Πα­τριαρ­χικὸν τοῦτο Σταυρο­πή­γιον, ἐπὶ τῷ σκοπῷ τῆς συγκροτήσεως τῆς Β΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδό­ξου Διασκέψεως, καὶ ἀπευθύ­νο­μεν πρὸς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν προσωπικῶς τὸν ἀδελφικὸν λό­γον τοῦ καλωσορισμοῦ.

Προβαίνοντες εἰς τὴν πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ τῆς ἱε­ρᾶς ταύτης συνάξεως ἡμῶν, καθηγιάσαμεν καὶ καθωσιώ­σα­μεν τὰς ἀπαρχάς της μὲ τὴν χάριν καὶ εὐλογίαν τῆς Θείας Λειτουργίας, ἐν συμπροσευχῇ ὅλων ἡμῶν καὶ μετὰ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἤδη, ἀδελφοί, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ ἐν Τριάδι Θεῶ, ἐκ προσώ­που τοῦ Παναγιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντι­νου­πόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Δη­μη­τρίου, κηρύττο­μεν τὴν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Προσυ­νο­δικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως καὶ ἐπικαλούμεθα ἐπ᾿ αὐτὴν τὴν ἐπίπνοιαν τοῦ παναγίου Πνεύματος.

Ἡ Διάσκεψις ἡμῶν αὕτη, ὡς Πανορθόδοξος, εἶναι ἀντι­προ­σωπευ­τικὴ καὶ συγκεφαλαιωτικὴ τῆς ὅλης, μιᾶς καὶ ἀδιαι­ρέτου ἁγίας Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ἐπίσης, ὡς Προσυνο­δική, αὕτη ἐντάσσεται, κατὰ τὴν ὀρθόδοξον ἡμῶν ἐκκλησιολο­γί­αν, εἰς τὸν θεσμὸν τῆς συνο­δι­κό­τητος, ὁ ὁποῖος καὶ ἐν τῇ οἰκου­μενι­κῇ κορυφώσει του, τῆς Ἁγίας καὶ Με­γάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τὴν ὑψίστην αὐθεντίαν αὐτῆς.

Ἑπομένως, ἡ Διάσκεψις αὕτη εἶναι ἱερά. Οὐδεμίαν ἔχει ὁμοιότητα πρὸς τὰ κοσμικὰ συνέδρια, πολὺ δὲ περισσότερον οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὴν πολιτικήν. Εἶναι, ἐπαναλαμβά­νομεν καὶ τονίζομεν, καθαρῶς πνευματικὴ ἐκκλησια­στικὴ σύ­να­ξις ἐν ἁγίῳ Πνεύματι συγκροτουμένη, οὐχὶ ἐκ τοῦ κόσμου τού­του ἀλλ’ ἐν τῷ κόσμῳ συνερχομένη, καὶ εἰς μαρ­τυρίαν καὶ διακονίαν πρὸς αὐτὸν ἀποσκοποῦσα, ἐντεταγμένη δὲ ἐν τῷ σχεδίῳ τῆς Θείας Οἰκονομίας, διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, τῆς κτίσεως ὅλης.

Ἀπὸ τῆς ὀντολογικῆς ταύτης ἐπόψεως τῆς Διασκέψεως ἡμῶν, δύο εἶναι οἱ ἐν αὐτῇ συνεργοὶ παράγοντες, ὁ θεῖος καὶ ὁ ἀνθρώπινος. Ἀφ’ ἡμῶν τῶν ἐλαχίστων ἡ ἀνθρωπίνη ἀδυναμία καὶ κένωσις, ἡ καθαρὰ καρδία καὶ νόησις, ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς προσωπικῆς γνώμης καὶ βουλήσεως, πάντοτε βεβαίως ἐν τῇ προσπαθείᾳ μιᾶς συμφωνίας πρὸς τὸ θεῖον θέλημα, ἀπὸ τοῦ παναγίου ὅμως Πνεύματος ἡ χειραγωγία, τὸ πλή­ρωμα καὶ ἡ τελείωσις.

Λέγοντες ταῦτα οὐδὲν ἄλλο ἐπιχειροῦμεν, εἰμὴ νὰ ὑπο­μνή­σωμεν εἰς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους τὴν πνευματικὴν συγκρό­τη­σιν καὶ διάστασιν, κατὰ τὴν ὀρθόδοξον ἡμῶν διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν, τῶν τοιούτων ἐκ­κλησιαστικῶν συναθροίσεων, καὶ ἑπομένως καὶ τῆς ἡμετέρας, νὰ συν­ει­δητοποιήσωμεν ἔτι πε­ρισ­σό­τερον ἕκαστος ἡμῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐντεταλμένων τὴν εὐθύνην καὶ τὸ χρέος ἡμῶν ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ νὰ πληροφορήσωμεν τὸν κόσμον περὶ τίνος πρόκειται.

Ἀδελφοί,

Ἡ ταπεινὴ αὐτὴ ὁμιλία κατὰ τὴν παροῦσαν ἱερὰν ὥραν τῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ κατάρξεως τοῦ ἔργου ἡμῶν δὲν προτίθεται νὰ παρουσιάσῃ τὰ ἤδη πανορθοδόξως ἀντικείμενα αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὁποίων θὰ ἀσχοληθῶμεν ἀπὸ τῆς αὔριον, ἀλλὰ περιορίζεται, εἰς τὸ νὰ εἰσαγάγῃ πρῶτον τὸν ὁμι­λοῦντα καὶ τὴν ὅλην ἀδελ­φό­τητα εἰς τὸν ἀπεριόριστον ἐκεῖνον χῶρον τοῦ πνευματικοῦ βάθους τῆς Διασκέψεως ἡμῶν. Δηλαδή, νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν προ­ε­τοι­μασίαν τῶν πνευμάτων μας, τῶν καρδιῶν μας, νὰ μᾶς φέ­ρει εἰς τὸ κλίμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπ’ αὐτοῦ καὶ τῆς βιώσεώς του ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ νὰ λάβωμεν, ὡς πνευματικὸν σῶ­μα ὑψίστης ἐκκλησιαστικῆς ὑπευθυνότητος, καὶ ἔμπνευσιν καὶ καθοδήγησιν καὶ συνείδησιν χρέους καὶ μέτρον λόγου καὶ ἀδελφικῆς καὶ ὑπευθύνου συμπεριφορᾶς ἐπί­με­τρον.

Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ καταφεύγομεν εἰς τὰ θεῖα μηνύμα­τα, τὰ ὁποῖα κατὰ συγκυρίαν ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς σήμερον ἐκ τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅ,τι ἐκ τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων τῆς ση­μερινῆς ΙΓ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου καὶ ἐκ τοῦ σημερινοῦ ἑορτολογίου. Τὰ κείμενα ταῦτα καὶ τὸ συνα­ξά­ριον μᾶς προσφέρουν τρία σημεῖα πρὸς πνευματικὴν θεω­ρί­αν καὶ στοχασμόν, ἀλλὰ καὶ μᾶς διδάσκουν καὶ μᾶς καθοδη­γοῦν. Ταῦτα δὲ προέρχονται: πρῶτον, ἐκ τῆς παραβολῆς τῆς ἀ­μπέ­λου καὶ τῶν γεωργῶν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἡμέρας, δεύτε­ρον, ἐκ τῆς παραγγελίας καὶ προτροπῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύ­λου, ποὺ ἠκούσαμεν εἰς τὴν σημερινὴν ἀποστολικὴν περικο­πήν, καί, τρίτον, ἐκ τοῦ σήμερον ἑορταζομένου Ζαχαρίου τοῦ Προ­φήτου, πατρὸς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

Ναί, ἡ περίπτωσις τοῦ ἱερέως Προφήτου Ζαχαρίου, τοῦ πατρὸς τοῦ Προδρόμου, ἐπικαίρως ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπομνήσῃ καὶ νὰ μᾶς κηρύξῃ, ὅτι τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου προχωρεῖ καὶ πραγματοποιεῖται, παρ’ ὅλα τὰ ἀντίθετα φαινόμενα, παρὰ τὴν ἀδυ­να­μίαν καὶ πολλάκις παρὰ τὴν ἐξ αὐτῆς ἀντίδρασιν ἢ ἀκόμη καὶ ἀπιστίαν τῶν ὀργάνων ἐκείνων ποὺ ἐτάχθησαν νὰ ὑπηρετήσουν τὴν πραγμάτωσιν τοῦ θείου σχεδίου· ὅτι ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ ὁδεύει καὶ προοδεύει πολλάκις μὲ τὴν χρῆσιν τρόπων καὶ μέσων καὶ νόμων, ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν γνῶ­σιν, τὴν νόησιν καὶ τὴν ὅρασίν μας, μὲ τὴν θείαν μέθοδον τοῦ παραδόξου. Ἀντιμέτωπος τοῦ παραδό­ξου εὑρέθη ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸ ἔνδον τοῦ ναοῦ, λειτουργῶν τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος ἐνώπιον τοῦ δεξιόθεν ἑστῶ­τος Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Αἰφνιδιασμένος ἤκουσε τὸν λόγον τῆς ἀπο­καλύψεως, τὸν λόγον τοῦ σχεδίου καὶ ἐθαύμασε, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐβάστασε καὶ ἐκλονίσθη καὶ ἐδυσπίστησε. Καὶ ὕψωσε καὶ ἀ­ντέ­ταξε τὸν λόγον τῆς ἀπορίας, τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς, τὸν λόγον τῶν γνωστῶν εἰς τοὺς ἀν­θρώπους νόμων τῆς φύσεως. Καί, λοιπόν, ἡ πορεία τοῦ σχεδίου ἀνεχαι­τίσθη; Κάθε ἄλλο. Τό­τε ὑψώθη ὁ ἀποφασιστικὸς ἀντίλογος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: «καὶ ἰδοῦ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι» (Λουκ. 1.20).

Προκειμένου νὰ ἀναχαιτισθοῦν οἱ ἀνασταλτικοὶ ἰδικοί μας δι­σταγ­μοί, ἡ ὀλιγοπιστία μας, οἱ μικροὶ ὑπολογισμοί μας, ἡ δειλία μας, καὶ νὰ προωθηθῇ τὸ θεῖον σχέδιον, τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σο­φία καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἠμπορεῖ τὴν στιγμὴν ποὺ ἡμεῖς νομί­ζο­μεν ὅτι εἶναι ἀπαραί­τη­τος ὁ λόγος, ἀντὶ τοῦ λόγου τοῦ ἀρνητικοῦ, τοῦ ἀντιδραστικοῦ, τοῦ κενοῦ, νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν σιωπήν μας, καὶ διὰ τῆς σιω­πῆς νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν οὐσίαν. Καὶ ὄχι μόνον τὴν σιωπήν, ἀλλ’ ἀ­κόμη καὶ τὴν κωφότητα ἠμπορεῖ νὰ ἐπιβάλῃ καὶ νὰ χρησι­μο­πoιήσῃ ὁ Θεὸς διὰ νὰ προφυλάξῃ τὴν ἀκοήν μας κατὰ τρόπον ὀδυσσειακὸν ἀπὸ τὸν σαγηνευτικὸν ψίθυρον τοῦ πειρασμοῦ τῆς ἐρήμου. Διότι, ὄχι μόνον ἄλαλος ἀλλὰ καὶ κωφὸς ἔμεινεν ὁ Ζα­χα­ρίας μέχρι τῆς γεννήσεως τοῦ Προδρόμου τοῦ Χριστοῦ: «καὶ διέμεινε κωφός» (Λουκ. 1.22).

Καὶ οὕτω, προβάλλει ἐνώπιον τῆς προδρομικῆς ταύτης πα­νορ­θο­δόξου Συνάξεώς μας ὁ ἑορταζόμενος Προφήτης Ζαχα­ρίας, ὁ πατὴρ τοῦ Προδρόμου, νὰ μᾶς ὑπομνήσῃ ὅτι καὶ ἡ σιωπὴ καὶ ἡ κωφότης, κατὰ θείαν οἰκονομίαν, εἰς ὡρισμένας στιγμὰς γίνονται συνεργοί, ὥστε νὰ λαληθῇ καὶ νὰ γίνῃ ἀκουστὸς κα­θαρὸς μόνον ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

Καὶ μετὰ τὸν Ζαχαρίαν ἔρχεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μέσῳ τῆς Κορίνθου, νὰ μᾶς ἀπευθύνῃ τὴν ἐπίκαιρον παραγγε­λί­αν καὶ προτροπήν του: «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀν­δρί­ζεσθε, κραταιοῦσθε. Πάν­τα ἡμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω» (Α΄ Κορ. 16.13-14). Μᾶς παραγγέλλει νὰ μέ­νω­μεν ἄγρυπνοι. Καὶ μᾶς με­ταφέρει ἀμέσως εἰς τὸν ἐν Γεθσημανῇ ὅ­μοιον καὶ συμπλη­ρω­ματικὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ἐκεῖνον τὸν περίφημον «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26.41).

Ἔχομεν, λοιπόν, τὴν παραγγελίαν καὶ τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Παύ­λου νὰ γρηγορῶμεν ὡσὰν ἄγρυπνοι φρουροί. Ἡ προ­τρο­πὴ ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους, ἰδιαιτέρως ὅμως ἀφορᾷ εἰς τοὺς ἐξ ἡμῶν ἐπισκόπους, διότι καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ λέξις ἐπί­σκο­πος καὶ ἡ ἔννοιά της εἶναι ταυτόσημοι πρὸς ἐκείνας τοῦ γρη­γο­ροῦντος, τοῦ ἀγρύπνου φρουροῦ ποὺ ἐπισκοπεῖ ἀπὸ τὴν σκοπιὰν τοῦ φυλακίου, καὶ διότι μείζονα ἔχομεν εὐθύνην οἱ ἐπί­σκο­ποι. Ἄλλωστε τό «γρηγορεῖτε» τοῦ Κυρίου ἀπηυθύνθη πρὸς τοὺς Ἀπο­στόλους κατὰ τὴν ἀκραίαν στιγμὴν τῆς κρίσεως καὶ τοῦ πάθους.

Ἐπαγρύπνησις, λοιπόν, ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐπὶ τοῦ ἔργου μας, ἐπὶ τῆς εὐθύνης μας, ἐπὶ τῆς πραγματικότητος τοῦ ἀνθρώ­που, ἐπὶ τοῦ πειρασμοῦ. Καὶ ὄχι μόνον ἐπαγρύπνησις, ἀλλὰ καὶ προσευχή: «καὶ προσεύχεσθε» (Ματθ. 26.41). Θὰ ἔλεγον, καὶ νο­ε­ρὰ προσευχὴ κατὰ τὰς ὥρας τῶν διαβουλεύσεων, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς ἐκφράσεως τῆς γνώμης μας καὶ τῆς λήψεως τῶν ἀποφάσεών μας. Διὰ νὰ μὴ εἰσέλθωμεν εἰς πειρασμόν. Διότι εἴ­ναι ἀναπόφευκτον, καὶ θὰ ἔλθουν οἱ πειρασμοί. Ὄχι δὲ ἀτέ­χνως, ἀλλ’ ἐντέχνως, «κατὰ τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφ. 6.11). Κατὰ τάς πονηροτάτας ταύτας μεθοδείας, εἶναι ἑπόμενον νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιον ἡμῶν οἱ πειρασμοὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς περι­σκέ­ψεως, τῆς συνέσεως, τῆς προασπίσεως ὄχι τῆς δυνα­μι­κῆς παραδόσεως, ἀλλὰ τῆς στατικῆς συντηρήσεως, ἢ, πάλιν, τῆς προασπίσεως ὁμαδικῶν ἢ τοπικῶν συμφερόντων καὶ ἐξυ­πη­ρε­τήσεως σπουδαίων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου ἐρχομένων ἢ ἐπι­βαλ­λο­μένων λόγων, ἢ καὶ ἀκόμη, πειρασμοῦ προερχομένου ἐξ ὑποσυνειδήτων ἐλατηρίων αὐταρκείας καὶ αὐταρε­σκείας, ἢ καὶ πνευματικῆς ὀκνηρίας καὶ ἀτολμίας καὶ δειλίας, ἢ διατί ὄχι, ὑπὸ τὸν ψυχολογικὸν αὐτοματισμὸν τῆς διασφαλίσεως καὶ ἐπι­διώξεως προσωπικῶν σκοπιμοτήτων καὶ συμφερόντων.

Ἀλλ᾿ ἔτι περαιτέρω, πειρασμοὶ ἀσφαλῶς θὰ ἔλθουν καὶ ὑπὸ τὸ ἄλλο ἔνδυμα, τοῦ νὰ ἀρέσωμεν εἰς τὸν κόσμον, ὑπὸ τὸ πρό­σχημα τῆς φιλελευθέρας, ἐκσυγχρονισμένης καὶ προοδευ­τικῆς τοποθετήσεως, μέ­χρι τῆς ἀπάτης τῆς λαοκρατίας καὶ τῆς ἀπό-χριστοποιήσεως τῆς Ἐκκλη­σίας. Ταῦτα πάντα λέγονται ὄχι ἀπὸ θεωρίας, οὔτε ὑπὸ τύπον κηρύγ­ματος, ἀλλὰ προέρχονται καὶ ἀπὸ ἁγιογραφικὰς προειδοποιήσεις καὶ ἀπὸ ἀποστολικά, πα­τε­ρικὰ καὶ μοναστικὰ βιώματα καὶ ἀπὸ τὴν συνεχῆ ἱστορι­κὴν ἐμπειρίαν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας μέχρις αὐτῆς τῆς στιγμῆς. Καὶ πάντα τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιοῦνται εἰς τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔστω εἰς γνῶσιν πάντων ἡμῶν: ὅτι ἀόρατος καὶ αὐτό­κλητος σύνεδρος τῆς ἀρχομένης Διασκέψεώς μας θὰ εἶναι ὁ πα­τὴρ τῶν πειρασμῶν, ὁ Ἑωσφό­ρος, καὶ μάλιστα ὑπὸ τὴν πλέον ἀπατηλὴν ἐμφάνισιν καὶ παρουσίαν, ἐκείνην τοῦ ἀγγέλου τοῦ φωτός.

Διότι αἱ πνευματικαὶ καὶ ἐκκλησιαστικαὶ συναθροίσεις εἶναι ὁ προσφιλής του χῶρος. Εἰς τοὺς χώρους αὐτοὺς δίδει τὴν πλέον ἀποφα­σι­στικὴν μάχην. Καὶ τότε, ὁ Ἑωσφόρος εἰς ὑπέρ­τα­τον βαθμὸν ἡδονίζεται καὶ θριαμβεύει, ὅταν ἐκ τοιούτων χώ­ρων καὶ ἐκ τοιούτων συναθροίσεων, συνερχομένων ἐν τῷ ὀνο­ματι τοῦ Χριστοῦ, ἀποσπᾷ διὰ τῶν πειρασμῶν του πρὸς ἑαυτὸν τοὺς ἐνδιδόντας, προσφέρων ἐν τέλει εἰς αὐτοὺς τὴν τραγικὴν ψευδαίσθησιν ὅτι προσεχώρησαν ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθο­δο­ξίας.

Τὴν προειδοποίησιν ταύτην ἔκαμα καὶ εἰς προηγουμένας Πανορ­θο­­δόξους Διασκέψεις.

Λοιπόν, ἂς γρηγορῶμεν καὶ ἂς προσευχώμεθα.

Καὶ ἐπανέρχεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ συνεχίζει τὴν παραγ­γελίαν του: «στήκετε ἐν τῇ πίστει». Μᾶς λέγει, νὰ μένω­μεν στέρεοι καὶ ὄρθιοι εἰς τὴν πίστιν. Τοῦτο εἶναι τὸ κεφά­λαιον τῆς Διασκέψεως ἡμῶν, ἡ ἐμμονὴ εἰς τὴν ὀρθόδοξον χρι­στια­νικὴν πίστιν μας καὶ ἡ προσφορὰ μαρτυρίας ὑπὲρ αὐτῆς. Καὶ μάλιστα, θὰ προσέθετον, ἐμμονὴ καὶ μαρ­τυρία τῆς πίστεώς μας, ὡς παρέδωκαν αὐτὴν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ Κυρίου οἱ Ἀπό­στο­λοι καὶ οἱ Πατέρες καὶ οἱ Διδάσκαλοι καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνο­δοι καὶ τὸ ἄχρι τοῦ νῦν βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ἡ ὀρθόδοξος ἡμῶν παράδοσις.

Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ταύτην εἶναι αὐτονόητον, ὅτι, ὅλοι οἱ συμμετέ­χοντες εἰς τὴν Πανορθόδοξον ταύτην Διάσκεψιν, κατὰ πρῶτον καὶ κύριον λόγον εἶναι φρουροὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστε­ως. Οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν δύ­ναται νὰ ἰσχυρισθῇ καὶ νὰ καυχηθῇ, ὅτι εἶναι ὀρθοδοξώτερος τοῦ ἄλ­λου, καὶ νὰ ὀνειδίσῃ τὸν ἀδελφόν του διὰ ὑποτονισμὸν καὶ ὑποβάθ­μι­σιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Τοιοῦ­τος φαρισαϊσμὸς δὲν ἔχει θέσιν εἰς τὸν ἱερὸν τοῦτον χῶρον. Ποῖος θὰ ἐτόλμα νὰ εἴπῃ: «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώ­πων» (Λουκ. 18.11), ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν συνέδρων; Ὅμως, πά­λιν ὀφεί­λομεν νὰ προσέξωμεν τὴν ἀποστολικὴν ταύτην παραγ­γελίαν πρὸς ἐνί­σχυσίν μας εἰς τὴν ἐμμονὴν ἐν τῇ πίστει.

Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ ἡ ἐμμονὴ εἰς τὴν πίστιν. Χρειάζεται καὶ ἡ προά­σπι­σίς της. Καὶ μάλιστα ἐκεῖ ὅπου ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸ ἄ­θε­ον καὶ ἄπιστον περιβάλλον, ἀπὸ τὴν ὠργανωμένην ἀντιχρι­στι­α­νικὴν ἐκστρατείαν ἢ ἀπὸ τὸ κῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ ἐν γένει ἀπὸ τὴν κάθε ἰδεολογίαν καὶ κίνησιν καὶ ὑπάρχουν τόσαι εἰς τὴν ἐποχήν μας ποὺ ἐπιζητοῦν νὰ ἀλ­λοιώ­σουν τὸν Χριστια­νι­σμόν, τοποθετοῦσαι αὐτὸν εἰς τὴν κατηγορίαν τῶν διαφόρων ἰδεολογικῶν, κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν σχημάτων, ποὺ κατα­λή­γουν εἰς τὴν κατάληξιν -ισμός.

Διὰ τοῦτο καὶ ἐπιφέρει ἀμέσως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τό «ἀνδρί­ζε­σθε, κραταιοῦσθε». Δηλαδὴ μᾶς παραγγέλλει, εἰς τὸ θέμα τῆς προα­σπί­σεως τῆς πίστεως καὶ φυσικὰ ἐξυπονοείται, ἐν περιπτώσει ἀληθινοῦ καὶ πραγματικοῦ κινδύνου τῆς πίστε­ως, καὶ ὄχι πλασματικῆς κινδυνο­λογίας, νὰ ἀναπτύξωμεν ἀν­δρι­κὴν ἀγωνιστικότητα, ποὺ σημαίνει ἔντι­μον μαχητικότητα, καὶ οὐχὶ ἐν φαινομένῳ ἀμύντορος καὶ φρυκτωροῦ οὐσιαστικὴν φυγομαχίαν. Μαχητικότητα μὲ δύναμιν καὶ θάρρος.

Καὶ εἰς τὴν σπουδαίαν ταύτην παραγγελίαν ὁ Παῦλος ἐ­πι­λέγει τὴν κορωνίδα τῶν προτροπῶν του καὶ μᾶς προσφέρει τὴν σπονδυλικὴν στήλην τῆς πνευματικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ὑποστάσεως καὶ τοῦ ζωη­φό­ρου προορισμοῦ τῆς Διασκέψεώς μας, ἤτοι τὴν ἀγάπην: «πάντα ἡμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω».

Ὁ λέγων τοῦτο εἶναι ὁ ἴδιος Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ ΙΓ΄ κεφάλαιον τῆς ἰδίας Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του ἀνα­πτύσ­σει τὴν ἐν τῇ θείᾳ ἀποκαλύψει σωτηριολογικὴν σημασίαν τῆς ἀγάπης καὶ τὴν τοποθετεῖ ὑπεράνω καὶ τῆς προφητείας καὶ τῆς πίστεως καὶ τῆς αὐτο­θυσίας καὶ τῆς ἐλπίδος (πρβλ. Α΄ Κορ. 13.1-13).

Ἡ κατακλεὶς αὕτη τῆς παυλικῆς παραγγελίας καὶ προτρο­πῆς εἶναι πράγματι τὸ σπουδαιότερον μήνυμα ποὺ χρειαζόμε­θα. Καὶ τὸ χρειαζόμεθα ὡς τὸ περισσότερον λησμονούμενον.

Διότι, ἐὰν ὅλα τὰ ἄλλα ἀπὸ ἀπόψεως συγκροτήσεως καὶ λει­τουρ­γίας τῆς Διασκέψεώς μας εἶναι τέλεια, ἐὰν ὅλαι αἱ γνῶμαι καὶ αἱ ἀπόψεις ποὺ θὰ διατυπωθοῦν κατ’ αὐτὴν εἶναι λογικῶς καὶ φιλοσοφικῶς καὶ θεολογικῶς, καὶ δὴ καὶ ἐκκλησιο­λογικῶς, καὶ ἀπὸ πάσης ἄλλης ἀπόψεως ἀκαδημαϊκῶς ἄρτια, ὅμως ἐὰν ἀγάπη δὲν ὑπάρχει, κινδυνεύο­μεν νὰ μεταβληθῶμεν εἰς χαλκὸν ἠχοῦντα καὶ κύμβαλον ἀλαλάζον.

Διὰ τοῦτο προτρεπόμεθα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον, ὅλα ὅσα θὰ σκε­φθῶ­μεν, θὰ διαβουλευθῶμεν, θὰ ἀποφασίσωμεν καὶ θὰ τε­λέ­σωμεν ὡς πράξεις ἐκκλησιαστικάς, νὰ γίνουν ἐν ἀγάπῃ. Διό­τι ὅταν προσέξωμεν, βλέπομεν, ὅτι ὁ Παῦλος δὲν ὁρίζει, δὲν προσδιορίζει τὸ τί πρέπει νὰ γίνῃ ἐν ἀγάπῃ, ἀλλὰ λέγει μὲ σα­φήνειαν καὶ κατηγορηματικότητα: «πάντα ἡμῶν ἐν ἀγάπῃ γι­νέ­σθω». Τὰ πάντα ἐν ἀγάπῃ.

Λοιπόν, αὐτὴ εἶναι ἡ λυδία λίθος τῆς Διασκέψεώς μας, ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, ἀγάπη πρὸς ἀλλήλους, ἀγάπη πρὸς τὸν ἔξω τοῦ ναοῦ τούτου ἐπαίτην τῆς ἀγάπης τῆς Ἐκκλη­σίας σύγχρονον ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θε­ός, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πι­στεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3.16).

Μετὰ τὸν Ζαχαρίαν καὶ τὸν Παῦλον, τὸ τελευταῖον καὶ σπουδαιό­τερον μήνυμα μᾶς ἔρχεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύριόν μας, μέσῳ τῆς περὶ ἀμπέλου καὶ γεωργῶν παραβολῆς Του, ποὺ ἠ­κούσαμεν κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν.

Πρὸς τὴν ἄμπελον παρωμοιώθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἡ Ἐκκλη­σία. Τὴν ἄμπελον, τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν φυτεύει ὁ Κύριος. Ἀλλὰ δὲν τὴν ἀφήνει ἄφρακτον. Ὡς οἰκοδεσπότης, καὶ πύργον οἰκο­δο­μεῖ καὶ μὲ φραγμὸν τὴν περιβάλλει. Τὴν καλλιέργειαν, τὴν πε­ριποίησιν καὶ τὴν καρποφορίαν τῆς ἀμπέλου τὴν ἐμπιστεύ­ε­ται εἰς γεωργούς.

Ἡ παραβολὴ ἐνδεικτικῶς ἀναφέρει, πρὸς προειδοποίησιν, τὴν πε­ρί­πτωσιν τῶν γεωργῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι οὔτε τὸν πύρ­γον, οὔτε τὸν φραγ­μόν, οὔτε τὸν οἰκοδεσπότην, τέλος, καὶ τοὺς ἀπεσταλμένους αὐτοῦ ἐσεβάσθησαν. Ἀλλὰ κυρίως ζητεῖ καὶ ἄρ­χεται, νὰ μᾶς διδάξει τὸ γεγονὸς ὅτι ἂν οἱ ἀμπελουργοί, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἐνεπιστεύθη τὴν ἄμπε­λόν Του καὶ τὴν καλ­λιέργειαν καὶ τὴν καρποφορίαν της, δὲν ὑπῆρξαν οἱ ἄξιοι τῆς θείας προσφορᾶς καὶ ἐμπιστοσύνης, ὅμως ἐξ αἰτίας αὐτῶν δὲν πρόκειται νὰ ἀφεθῇ εἰς ἐγκατάλειψιν καὶ μαρασμὸν ἡ ἄ­μπε­λος. Ἐὰν οἱ γεωργοὶ ἀποδειχθοῦν κακοί, τότε θὰ ἐπέμβῃ ὁ Κύριος οἰκοδεσπότης τοῦ ἀμπελῶνος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν πύργον θὰ στηρίξῃ καὶ τὸν φραγμὸν θὰ ἐνισχύσῃ καὶ τὸν ἀμπελῶνα θὰ φυλάξῃ καὶ αὐτὸς θὰ καρποφορήσῃ, διότι θὰ τὸν ἐκδώσῃ εἰς ἄλλους γεωργούς: «καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωρ­γοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν» (Ματθ. 21.41).

Ἀδελφοί,

Ἐδῶ, ὡς εἶναι καὶ ὡς τὸ πιστεύω, εὑρισκόμεθα ὡς ἐντεταλ­μένοι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, ἀλλὰ συγχρόνως, ὑπὸ τὴν ἰδιότητα ταύτην, καὶ ὡς κεκλημένοι ὑπὸ τοῦ Κυρίου γεωρ­γοῦ τοῦ ἀμπελῶνος Του εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν. Ὁ ἀμπε­λὼν ὑπάρχει, καὶ θὰ ὑπάρχῃ, καὶ ὁ πύργος καὶ ὁ φραγμός. Τὸ ὅλον θέμα ἐν τῇ κατακλεῖδι τοῦ λόγου τού­του εἶναι τί εἴδους γε­ωργοὶ θὰ εἴμεθα. Εὔχομαι νὰ ἀποβῶμεν οἱ καλοὶ γεωργοὶ τῆς ἀμπέλου. Καὶ πρὸς τοῦτο ἀπευθύνομαι εἰς τὸν φυτουργὸν καὶ Κύριον τῆς ἀμπέλου, ὅπως ἀπευθυνόμεθα εἰς ἑκάστην δι’ ἐπι­σκόπου ἐν Εὐχαριστίᾳ λειτουργίαν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκ­κλη­σίας, καὶ λέγω μεθ’ ὑμῶν: «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐ­ρα­νοῦ καὶ ἴδε, καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην, καὶ κατάρ­τισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά Σου».

Αὐτῷ τῷ φυτουργῷ καὶ Κυρίῳ τῆς Ἐκκλησίας, δόξα καὶ τιμὴ καὶ προσκύνησις ἐν αὐτῇ, σὺν τῷ Πατρί, τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

[Κατακλείων τὰς ἐργασίας τῆς Διασκέψεως, ὁ Σεβ. Πρόεδρος ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς συμμε­τα­σχόντας εἰς αὐτὰς ὁμιλίαν, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐπεχείρησε γενικὴν ἀξιολόγησιν τοῦ ὑπ᾿ αὐτῆς ἐπιτελεσθέντος ἔργου. Εἶπε μετα­ξὺ ἄλλων:]

«Ἐδῶ, ὡς ἐκ τῶν συζητήσεών μας προκύπτει, ἀνεκα­λύ­­ψαμεν ἐν τέλει ὅτι δὲν εἴμεθα ἀκόμη ἕτοιμοι νὰ λύσωμεν τὰ προβλήματα τῶν ἄλλων, διότι οὔτε αὐτὰ καλῶς τὰ γνωρίζομεν, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἔχομεν ἤδη λύσει τοὺς ἡμετέρους προ­βληματι­σμούς, μάλιστα δὲ καὶ ὅτι εὑρισκό­με­θα εἰσέτι ἐν πολλοῖς εἰς τὴν κατάστασιν τῆς εὐδαιμονικῆς ἀταραξίας καὶ μακαριότητος τῆς ἁγίας κληρονομίας τῶν Πατέρων, ἤτοι τῶν ὄντως προ­βλη­μα­τισθέντων, τῶν ὄντως μέχρι μαρτυρίου καὶ θα­νάτου ἀντιμε­τω­­­πι­σάντων τὰς ἀντιπνευματικὰς καταστάσεις τῶν ἐποχῶν των.

Κατελήξαμεν εἰς τὴν διαπίστωσιν καὶ τὴν ἀλήθειαν ταύ­την μετ’ ὠ­­δίνων. Δὲν ὑπάρχει τοκετὸς ἄνευ ὠδίνων. Καὶ διήλ­θο­μεν, λοιπόν, διὰ μέσου δοκιμασίας, μέχρις οὗ καταλήξωμεν εἰς τὴν διαπίστωσιν, εἰς τὴν αὐτογνωσίαν, ἤτοι τὴν κεφαλαιώδη ἀπαρχὴν τῆς ἀναγεννήσεως. Ἀπὸ τῆς ἀπόψεως ταύτης ἡ Διά­σκε­ψις ἡμῶν εἶναι καὶ δύναται νὰ καταγραφῇ ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς ἐξελίξεως τῶν καθ’ ἡμᾶς πανορθοδόξων πραγμάτων ὡς καμπὴ ὄντως ἱστορική»…

Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής

Η μεγάλη, αλλά άγνωστη στους πολλούς, δεσποτική εορτή της Με­σο­πεντηκοστής, σχετίζεται με την παρελθού­σα Κυριακή του Παραλύτου, αλλά και τις δύο επόμενες, της Σαμαρείτιδος και του Τυφλού. Λέει ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης: «Μεταξὺ τῶν τριῶν αὐτῶν ἑορτῶν τῶν μέσων Κυ­ρια­κῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου ὑπάρχει κάποια ἐσωτερικὴ σχέ­σις, γι’ αὐτὸ καὶ εἰδι­κὼς ἐκλέγονται γιὰ τὶς ἡμέρες αὐτές. Πιθανὸν εἶναι ἐκείνη ποὺ ὑπαινίσσεται τὸ συναξάριο τῆς Κυ­­ρι­ακῆς τοῦ Τυφλοῦ, τὸ ὅτι τὰ θαύματα ποὺ ἑορτάζουμε διε­πράχθησαν «ἐξ ὑγροῦ». Πράγματι τὸ πρῶτο, ἡ θε­ρα­πεία τοῦ παραλύτου, γίνεται στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά. Στὴν δευτέρα περίπτωσι ἡ συνά­ντησις τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Σα­μαρείτιδα γίνεται κο­ντὰ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ στὴν Σαμάρεια. Ὁ Κύριος ζητεῖ νὰ πιῇ ὕδωρ καὶ ὑπόσχεται νὰ δώσῃ στὴν Σαμαρείτιδα τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, τὸ ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον. Καὶ τὸ τρίτο θαῦμα γίνεται μὲ τὸ πτύ­σμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ τυφλὸς στέλνεται γιὰ νὰ νι­φθῇ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, «καὶ νι­ψά­μενος ἀνέβλεψε». Ἡ συ­σχέ­τισις τῶν περικο­πῶν αὐτῶν πρὸς τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ποὺ ἑορ­τάζομε στὴν 25η ἡμέρα ἀπὸ τὸ Πάσχα, εἶναι προφανής. Σ’ αὐτὴν ὁ Κύριος ἐγκωμιάζεται ὠς δι­δάσκαλος, ὡς ἔχων τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, ποὺ ποτίζει τὴν δι­ψῶσα ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου».

Το θέμα της Μεσοπεντηκοστής δεν αποτελεί γεγονός της ευαγγελικής ιστο­ρί­ας, αλλά εί­ναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό· θα λέγαμε δηλαδή ότι είναι μια «τεχ­νητή» εορτή. Η Μεσο­πε­ν­τη­κοστή τέμνει στο μέσον τις πε­νήν­τα μετά το Πάσχα εορτά­σι­μες ημέρες, συνδυάζοντας ταυτόχρονα θέμα­τα του Πάσχα και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος και «προ­φαίνει» την δόξα της Αναλή­ψεως του Κυρίου.

Αυτό ακριβώς το μέσον των πενήντα η­μερών και το ε­βραϊ­κό επίθετο του Κυρίου «Μεσσίας», που ενώ ση­μαίνει Χριστός, ηχητικά παρα­πέμπει στη λέξη μέσον, μεσίτης (Θε­οῦ καὶ ἀνθρώπων ὁ Χριστός) είναι οι βα­σι­κοί άξονες γύρω από τους οποί­ους δομείται η εορτή της Μεσοπεντη­κοστής. Στην παρε­τυμολο­γία της λέ­ξεως Μεσοπεντηκοστή συντελεί και η ευαγγελική περικοπή από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (7,14-30) της οποίας η αρχή είναι «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης».

Κατ’ αυτήν την εορτή, ο Κύριος παρου­σιά­ζε­ται ως ο κατεξοχήν διδά­σκα­­λος, η Σοφία του Λόγου του Θεού και η πηγή του ακενώτου ύδατος. Για τον λόγο αυτό κατά την Μεσοπεντηκοστή πανη­γύριζε ο ναός της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, η Μεγάλη Εκκλησία.