(ὁ τίτλος ἡμέτερος)
Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος
Μελίτωνος Χατζῆ
Προέδρου τῆς Β΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως
(ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὸ Σαμπεζὺ τῆς Ἐλβετίας, 3-12 Σεπτεμβρίου 1982 καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου)
Ἐναρκτήριος Ὁμιλία
«Σεβάσμιοι σύνεδροι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Μὲ χαράν, σεβασμὸν καὶ συγκίνησιν χαιρετίζομεν τὴν εὐλογημένην παρουσίαν πάντων ὑμῶν, τῶν τιμίων ἐκπροσώπων τῶν κατὰ τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰς τὸ Πατριαρχικὸν τοῦτο Σταυροπήγιον, ἐπὶ τῷ σκοπῷ τῆς συγκροτήσεως τῆς Β΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, καὶ ἀπευθύνομεν πρὸς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν προσωπικῶς τὸν ἀδελφικὸν λόγον τοῦ καλωσορισμοῦ.
Προβαίνοντες εἰς τὴν πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ τῆς ἱερᾶς ταύτης συνάξεως ἡμῶν, καθηγιάσαμεν καὶ καθωσιώσαμεν τὰς ἀπαρχάς της μὲ τὴν χάριν καὶ εὐλογίαν τῆς Θείας Λειτουργίας, ἐν συμπροσευχῇ ὅλων ἡμῶν καὶ μετὰ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἤδη, ἀδελφοί, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ ἐν Τριάδι Θεῶ, ἐκ προσώπου τοῦ Παναγιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Δημητρίου, κηρύττομεν τὴν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως καὶ ἐπικαλούμεθα ἐπ᾿ αὐτὴν τὴν ἐπίπνοιαν τοῦ παναγίου Πνεύματος.
Ἡ Διάσκεψις ἡμῶν αὕτη, ὡς Πανορθόδοξος, εἶναι ἀντιπροσωπευτικὴ καὶ συγκεφαλαιωτικὴ τῆς ὅλης, μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ἐπίσης, ὡς Προσυνοδική, αὕτη ἐντάσσεται, κατὰ τὴν ὀρθόδοξον ἡμῶν ἐκκλησιολογίαν, εἰς τὸν θεσμὸν τῆς συνοδικότητος, ὁ ὁποῖος καὶ ἐν τῇ οἰκουμενικῇ κορυφώσει του, τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τὴν ὑψίστην αὐθεντίαν αὐτῆς.
Ἑπομένως, ἡ Διάσκεψις αὕτη εἶναι ἱερά. Οὐδεμίαν ἔχει ὁμοιότητα πρὸς τὰ κοσμικὰ συνέδρια, πολὺ δὲ περισσότερον οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὴν πολιτικήν. Εἶναι, ἐπαναλαμβάνομεν καὶ τονίζομεν, καθαρῶς πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ σύναξις ἐν ἁγίῳ Πνεύματι συγκροτουμένη, οὐχὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἀλλ’ ἐν τῷ κόσμῳ συνερχομένη, καὶ εἰς μαρτυρίαν καὶ διακονίαν πρὸς αὐτὸν ἀποσκοποῦσα, ἐντεταγμένη δὲ ἐν τῷ σχεδίῳ τῆς Θείας Οἰκονομίας, διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, τῆς κτίσεως ὅλης.
Ἀπὸ τῆς ὀντολογικῆς ταύτης ἐπόψεως τῆς Διασκέψεως ἡμῶν, δύο εἶναι οἱ ἐν αὐτῇ συνεργοὶ παράγοντες, ὁ θεῖος καὶ ὁ ἀνθρώπινος. Ἀφ’ ἡμῶν τῶν ἐλαχίστων ἡ ἀνθρωπίνη ἀδυναμία καὶ κένωσις, ἡ καθαρὰ καρδία καὶ νόησις, ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς προσωπικῆς γνώμης καὶ βουλήσεως, πάντοτε βεβαίως ἐν τῇ προσπαθείᾳ μιᾶς συμφωνίας πρὸς τὸ θεῖον θέλημα, ἀπὸ τοῦ παναγίου ὅμως Πνεύματος ἡ χειραγωγία, τὸ πλήρωμα καὶ ἡ τελείωσις.
Λέγοντες ταῦτα οὐδὲν ἄλλο ἐπιχειροῦμεν, εἰμὴ νὰ ὑπομνήσωμεν εἰς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους τὴν πνευματικὴν συγκρότησιν καὶ διάστασιν, κατὰ τὴν ὀρθόδοξον ἡμῶν διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν, τῶν τοιούτων ἐκκλησιαστικῶν συναθροίσεων, καὶ ἑπομένως καὶ τῆς ἡμετέρας, νὰ συνειδητοποιήσωμεν ἔτι περισσότερον ἕκαστος ἡμῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐντεταλμένων τὴν εὐθύνην καὶ τὸ χρέος ἡμῶν ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ νὰ πληροφορήσωμεν τὸν κόσμον περὶ τίνος πρόκειται.
Ἀδελφοί,
Ἡ ταπεινὴ αὐτὴ ὁμιλία κατὰ τὴν παροῦσαν ἱερὰν ὥραν τῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ κατάρξεως τοῦ ἔργου ἡμῶν δὲν προτίθεται νὰ παρουσιάσῃ τὰ ἤδη πανορθοδόξως ἀντικείμενα αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὁποίων θὰ ἀσχοληθῶμεν ἀπὸ τῆς αὔριον, ἀλλὰ περιορίζεται, εἰς τὸ νὰ εἰσαγάγῃ πρῶτον τὸν ὁμιλοῦντα καὶ τὴν ὅλην ἀδελφότητα εἰς τὸν ἀπεριόριστον ἐκεῖνον χῶρον τοῦ πνευματικοῦ βάθους τῆς Διασκέψεως ἡμῶν. Δηλαδή, νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν προετοιμασίαν τῶν πνευμάτων μας, τῶν καρδιῶν μας, νὰ μᾶς φέρει εἰς τὸ κλίμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπ’ αὐτοῦ καὶ τῆς βιώσεώς του ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ νὰ λάβωμεν, ὡς πνευματικὸν σῶμα ὑψίστης ἐκκλησιαστικῆς ὑπευθυνότητος, καὶ ἔμπνευσιν καὶ καθοδήγησιν καὶ συνείδησιν χρέους καὶ μέτρον λόγου καὶ ἀδελφικῆς καὶ ὑπευθύνου συμπεριφορᾶς ἐπίμετρον.
Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ καταφεύγομεν εἰς τὰ θεῖα μηνύματα, τὰ ὁποῖα κατὰ συγκυρίαν ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς σήμερον ἐκ τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅ,τι ἐκ τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων τῆς σημερινῆς ΙΓ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου καὶ ἐκ τοῦ σημερινοῦ ἑορτολογίου. Τὰ κείμενα ταῦτα καὶ τὸ συναξάριον μᾶς προσφέρουν τρία σημεῖα πρὸς πνευματικὴν θεωρίαν καὶ στοχασμόν, ἀλλὰ καὶ μᾶς διδάσκουν καὶ μᾶς καθοδηγοῦν. Ταῦτα δὲ προέρχονται: πρῶτον, ἐκ τῆς παραβολῆς τῆς ἀμπέλου καὶ τῶν γεωργῶν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἡμέρας, δεύτερον, ἐκ τῆς παραγγελίας καὶ προτροπῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἠκούσαμεν εἰς τὴν σημερινὴν ἀποστολικὴν περικοπήν, καί, τρίτον, ἐκ τοῦ σήμερον ἑορταζομένου Ζαχαρίου τοῦ Προφήτου, πατρὸς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Ναί, ἡ περίπτωσις τοῦ ἱερέως Προφήτου Ζαχαρίου, τοῦ πατρὸς τοῦ Προδρόμου, ἐπικαίρως ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπομνήσῃ καὶ νὰ μᾶς κηρύξῃ, ὅτι τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου προχωρεῖ καὶ πραγματοποιεῖται, παρ’ ὅλα τὰ ἀντίθετα φαινόμενα, παρὰ τὴν ἀδυναμίαν καὶ πολλάκις παρὰ τὴν ἐξ αὐτῆς ἀντίδρασιν ἢ ἀκόμη καὶ ἀπιστίαν τῶν ὀργάνων ἐκείνων ποὺ ἐτάχθησαν νὰ ὑπηρετήσουν τὴν πραγμάτωσιν τοῦ θείου σχεδίου· ὅτι ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ ὁδεύει καὶ προοδεύει πολλάκις μὲ τὴν χρῆσιν τρόπων καὶ μέσων καὶ νόμων, ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν γνῶσιν, τὴν νόησιν καὶ τὴν ὅρασίν μας, μὲ τὴν θείαν μέθοδον τοῦ παραδόξου. Ἀντιμέτωπος τοῦ παραδόξου εὑρέθη ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸ ἔνδον τοῦ ναοῦ, λειτουργῶν τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος ἐνώπιον τοῦ δεξιόθεν ἑστῶτος Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Αἰφνιδιασμένος ἤκουσε τὸν λόγον τῆς ἀποκαλύψεως, τὸν λόγον τοῦ σχεδίου καὶ ἐθαύμασε, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐβάστασε καὶ ἐκλονίσθη καὶ ἐδυσπίστησε. Καὶ ὕψωσε καὶ ἀντέταξε τὸν λόγον τῆς ἀπορίας, τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς, τὸν λόγον τῶν γνωστῶν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νόμων τῆς φύσεως. Καί, λοιπόν, ἡ πορεία τοῦ σχεδίου ἀνεχαιτίσθη; Κάθε ἄλλο. Τότε ὑψώθη ὁ ἀποφασιστικὸς ἀντίλογος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: «καὶ ἰδοῦ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι» (Λουκ. 1.20).
Προκειμένου νὰ ἀναχαιτισθοῦν οἱ ἀνασταλτικοὶ ἰδικοί μας δισταγμοί, ἡ ὀλιγοπιστία μας, οἱ μικροὶ ὑπολογισμοί μας, ἡ δειλία μας, καὶ νὰ προωθηθῇ τὸ θεῖον σχέδιον, τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σοφία καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἠμπορεῖ τὴν στιγμὴν ποὺ ἡμεῖς νομίζομεν ὅτι εἶναι ἀπαραίτητος ὁ λόγος, ἀντὶ τοῦ λόγου τοῦ ἀρνητικοῦ, τοῦ ἀντιδραστικοῦ, τοῦ κενοῦ, νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν σιωπήν μας, καὶ διὰ τῆς σιωπῆς νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν οὐσίαν. Καὶ ὄχι μόνον τὴν σιωπήν, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ τὴν κωφότητα ἠμπορεῖ νὰ ἐπιβάλῃ καὶ νὰ χρησιμοπoιήσῃ ὁ Θεὸς διὰ νὰ προφυλάξῃ τὴν ἀκοήν μας κατὰ τρόπον ὀδυσσειακὸν ἀπὸ τὸν σαγηνευτικὸν ψίθυρον τοῦ πειρασμοῦ τῆς ἐρήμου. Διότι, ὄχι μόνον ἄλαλος ἀλλὰ καὶ κωφὸς ἔμεινεν ὁ Ζαχαρίας μέχρι τῆς γεννήσεως τοῦ Προδρόμου τοῦ Χριστοῦ: «καὶ διέμεινε κωφός» (Λουκ. 1.22).
Καὶ οὕτω, προβάλλει ἐνώπιον τῆς προδρομικῆς ταύτης πανορθοδόξου Συνάξεώς μας ὁ ἑορταζόμενος Προφήτης Ζαχαρίας, ὁ πατὴρ τοῦ Προδρόμου, νὰ μᾶς ὑπομνήσῃ ὅτι καὶ ἡ σιωπὴ καὶ ἡ κωφότης, κατὰ θείαν οἰκονομίαν, εἰς ὡρισμένας στιγμὰς γίνονται συνεργοί, ὥστε νὰ λαληθῇ καὶ νὰ γίνῃ ἀκουστὸς καθαρὸς μόνον ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μετὰ τὸν Ζαχαρίαν ἔρχεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μέσῳ τῆς Κορίνθου, νὰ μᾶς ἀπευθύνῃ τὴν ἐπίκαιρον παραγγελίαν καὶ προτροπήν του: «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε. Πάντα ἡμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω» (Α΄ Κορ. 16.13-14). Μᾶς παραγγέλλει νὰ μένωμεν ἄγρυπνοι. Καὶ μᾶς μεταφέρει ἀμέσως εἰς τὸν ἐν Γεθσημανῇ ὅμοιον καὶ συμπληρωματικὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ἐκεῖνον τὸν περίφημον «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26.41).
Ἔχομεν, λοιπόν, τὴν παραγγελίαν καὶ τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Παύλου νὰ γρηγορῶμεν ὡσὰν ἄγρυπνοι φρουροί. Ἡ προτροπὴ ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους, ἰδιαιτέρως ὅμως ἀφορᾷ εἰς τοὺς ἐξ ἡμῶν ἐπισκόπους, διότι καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ λέξις ἐπίσκοπος καὶ ἡ ἔννοιά της εἶναι ταυτόσημοι πρὸς ἐκείνας τοῦ γρηγοροῦντος, τοῦ ἀγρύπνου φρουροῦ ποὺ ἐπισκοπεῖ ἀπὸ τὴν σκοπιὰν τοῦ φυλακίου, καὶ διότι μείζονα ἔχομεν εὐθύνην οἱ ἐπίσκοποι. Ἄλλωστε τό «γρηγορεῖτε» τοῦ Κυρίου ἀπηυθύνθη πρὸς τοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἀκραίαν στιγμὴν τῆς κρίσεως καὶ τοῦ πάθους.
Ἐπαγρύπνησις, λοιπόν, ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐπὶ τοῦ ἔργου μας, ἐπὶ τῆς εὐθύνης μας, ἐπὶ τῆς πραγματικότητος τοῦ ἀνθρώπου, ἐπὶ τοῦ πειρασμοῦ. Καὶ ὄχι μόνον ἐπαγρύπνησις, ἀλλὰ καὶ προσευχή: «καὶ προσεύχεσθε» (Ματθ. 26.41). Θὰ ἔλεγον, καὶ νοερὰ προσευχὴ κατὰ τὰς ὥρας τῶν διαβουλεύσεων, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς ἐκφράσεως τῆς γνώμης μας καὶ τῆς λήψεως τῶν ἀποφάσεών μας. Διὰ νὰ μὴ εἰσέλθωμεν εἰς πειρασμόν. Διότι εἴναι ἀναπόφευκτον, καὶ θὰ ἔλθουν οἱ πειρασμοί. Ὄχι δὲ ἀτέχνως, ἀλλ’ ἐντέχνως, «κατὰ τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφ. 6.11). Κατὰ τάς πονηροτάτας ταύτας μεθοδείας, εἶναι ἑπόμενον νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιον ἡμῶν οἱ πειρασμοὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς περισκέψεως, τῆς συνέσεως, τῆς προασπίσεως ὄχι τῆς δυναμικῆς παραδόσεως, ἀλλὰ τῆς στατικῆς συντηρήσεως, ἢ, πάλιν, τῆς προασπίσεως ὁμαδικῶν ἢ τοπικῶν συμφερόντων καὶ ἐξυπηρετήσεως σπουδαίων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου ἐρχομένων ἢ ἐπιβαλλομένων λόγων, ἢ καὶ ἀκόμη, πειρασμοῦ προερχομένου ἐξ ὑποσυνειδήτων ἐλατηρίων αὐταρκείας καὶ αὐταρεσκείας, ἢ καὶ πνευματικῆς ὀκνηρίας καὶ ἀτολμίας καὶ δειλίας, ἢ διατί ὄχι, ὑπὸ τὸν ψυχολογικὸν αὐτοματισμὸν τῆς διασφαλίσεως καὶ ἐπιδιώξεως προσωπικῶν σκοπιμοτήτων καὶ συμφερόντων.
Ἀλλ᾿ ἔτι περαιτέρω, πειρασμοὶ ἀσφαλῶς θὰ ἔλθουν καὶ ὑπὸ τὸ ἄλλο ἔνδυμα, τοῦ νὰ ἀρέσωμεν εἰς τὸν κόσμον, ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς φιλελευθέρας, ἐκσυγχρονισμένης καὶ προοδευτικῆς τοποθετήσεως, μέχρι τῆς ἀπάτης τῆς λαοκρατίας καὶ τῆς ἀπό-χριστοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ταῦτα πάντα λέγονται ὄχι ἀπὸ θεωρίας, οὔτε ὑπὸ τύπον κηρύγματος, ἀλλὰ προέρχονται καὶ ἀπὸ ἁγιογραφικὰς προειδοποιήσεις καὶ ἀπὸ ἀποστολικά, πατερικὰ καὶ μοναστικὰ βιώματα καὶ ἀπὸ τὴν συνεχῆ ἱστορικὴν ἐμπειρίαν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας μέχρις αὐτῆς τῆς στιγμῆς. Καὶ πάντα τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιοῦνται εἰς τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔστω εἰς γνῶσιν πάντων ἡμῶν: ὅτι ἀόρατος καὶ αὐτόκλητος σύνεδρος τῆς ἀρχομένης Διασκέψεώς μας θὰ εἶναι ὁ πατὴρ τῶν πειρασμῶν, ὁ Ἑωσφόρος, καὶ μάλιστα ὑπὸ τὴν πλέον ἀπατηλὴν ἐμφάνισιν καὶ παρουσίαν, ἐκείνην τοῦ ἀγγέλου τοῦ φωτός.
Διότι αἱ πνευματικαὶ καὶ ἐκκλησιαστικαὶ συναθροίσεις εἶναι ὁ προσφιλής του χῶρος. Εἰς τοὺς χώρους αὐτοὺς δίδει τὴν πλέον ἀποφασιστικὴν μάχην. Καὶ τότε, ὁ Ἑωσφόρος εἰς ὑπέρτατον βαθμὸν ἡδονίζεται καὶ θριαμβεύει, ὅταν ἐκ τοιούτων χώρων καὶ ἐκ τοιούτων συναθροίσεων, συνερχομένων ἐν τῷ ὀνοματι τοῦ Χριστοῦ, ἀποσπᾷ διὰ τῶν πειρασμῶν του πρὸς ἑαυτὸν τοὺς ἐνδιδόντας, προσφέρων ἐν τέλει εἰς αὐτοὺς τὴν τραγικὴν ψευδαίσθησιν ὅτι προσεχώρησαν ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὴν προειδοποίησιν ταύτην ἔκαμα καὶ εἰς προηγουμένας Πανορθοδόξους Διασκέψεις.
Λοιπόν, ἂς γρηγορῶμεν καὶ ἂς προσευχώμεθα.
Καὶ ἐπανέρχεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ συνεχίζει τὴν παραγγελίαν του: «στήκετε ἐν τῇ πίστει». Μᾶς λέγει, νὰ μένωμεν στέρεοι καὶ ὄρθιοι εἰς τὴν πίστιν. Τοῦτο εἶναι τὸ κεφάλαιον τῆς Διασκέψεως ἡμῶν, ἡ ἐμμονὴ εἰς τὴν ὀρθόδοξον χριστιανικὴν πίστιν μας καὶ ἡ προσφορὰ μαρτυρίας ὑπὲρ αὐτῆς. Καὶ μάλιστα, θὰ προσέθετον, ἐμμονὴ καὶ μαρτυρία τῆς πίστεώς μας, ὡς παρέδωκαν αὐτὴν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ Κυρίου οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες καὶ οἱ Διδάσκαλοι καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι καὶ τὸ ἄχρι τοῦ νῦν βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ἡ ὀρθόδοξος ἡμῶν παράδοσις.
Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ταύτην εἶναι αὐτονόητον, ὅτι, ὅλοι οἱ συμμετέχοντες εἰς τὴν Πανορθόδοξον ταύτην Διάσκεψιν, κατὰ πρῶτον καὶ κύριον λόγον εἶναι φρουροὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν δύναται νὰ ἰσχυρισθῇ καὶ νὰ καυχηθῇ, ὅτι εἶναι ὀρθοδοξώτερος τοῦ ἄλλου, καὶ νὰ ὀνειδίσῃ τὸν ἀδελφόν του διὰ ὑποτονισμὸν καὶ ὑποβάθμισιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Τοιοῦτος φαρισαϊσμὸς δὲν ἔχει θέσιν εἰς τὸν ἱερὸν τοῦτον χῶρον. Ποῖος θὰ ἐτόλμα νὰ εἴπῃ: «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. 18.11), ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν συνέδρων; Ὅμως, πάλιν ὀφείλομεν νὰ προσέξωμεν τὴν ἀποστολικὴν ταύτην παραγγελίαν πρὸς ἐνίσχυσίν μας εἰς τὴν ἐμμονὴν ἐν τῇ πίστει.
Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ ἡ ἐμμονὴ εἰς τὴν πίστιν. Χρειάζεται καὶ ἡ προάσπισίς της. Καὶ μάλιστα ἐκεῖ ὅπου ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸ ἄθεον καὶ ἄπιστον περιβάλλον, ἀπὸ τὴν ὠργανωμένην ἀντιχριστιανικὴν ἐκστρατείαν ἢ ἀπὸ τὸ κῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ ἐν γένει ἀπὸ τὴν κάθε ἰδεολογίαν καὶ κίνησιν καὶ ὑπάρχουν τόσαι εἰς τὴν ἐποχήν μας ποὺ ἐπιζητοῦν νὰ ἀλλοιώσουν τὸν Χριστιανισμόν, τοποθετοῦσαι αὐτὸν εἰς τὴν κατηγορίαν τῶν διαφόρων ἰδεολογικῶν, κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν σχημάτων, ποὺ καταλήγουν εἰς τὴν κατάληξιν -ισμός.
Διὰ τοῦτο καὶ ἐπιφέρει ἀμέσως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τό «ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Δηλαδὴ μᾶς παραγγέλλει, εἰς τὸ θέμα τῆς προασπίσεως τῆς πίστεως καὶ φυσικὰ ἐξυπονοείται, ἐν περιπτώσει ἀληθινοῦ καὶ πραγματικοῦ κινδύνου τῆς πίστεως, καὶ ὄχι πλασματικῆς κινδυνολογίας, νὰ ἀναπτύξωμεν ἀνδρικὴν ἀγωνιστικότητα, ποὺ σημαίνει ἔντιμον μαχητικότητα, καὶ οὐχὶ ἐν φαινομένῳ ἀμύντορος καὶ φρυκτωροῦ οὐσιαστικὴν φυγομαχίαν. Μαχητικότητα μὲ δύναμιν καὶ θάρρος.
Καὶ εἰς τὴν σπουδαίαν ταύτην παραγγελίαν ὁ Παῦλος ἐπιλέγει τὴν κορωνίδα τῶν προτροπῶν του καὶ μᾶς προσφέρει τὴν σπονδυλικὴν στήλην τῆς πνευματικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ὑποστάσεως καὶ τοῦ ζωηφόρου προορισμοῦ τῆς Διασκέψεώς μας, ἤτοι τὴν ἀγάπην: «πάντα ἡμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω».
Ὁ λέγων τοῦτο εἶναι ὁ ἴδιος Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ ΙΓ΄ κεφάλαιον τῆς ἰδίας Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του ἀναπτύσσει τὴν ἐν τῇ θείᾳ ἀποκαλύψει σωτηριολογικὴν σημασίαν τῆς ἀγάπης καὶ τὴν τοποθετεῖ ὑπεράνω καὶ τῆς προφητείας καὶ τῆς πίστεως καὶ τῆς αὐτοθυσίας καὶ τῆς ἐλπίδος (πρβλ. Α΄ Κορ. 13.1-13).
Ἡ κατακλεὶς αὕτη τῆς παυλικῆς παραγγελίας καὶ προτροπῆς εἶναι πράγματι τὸ σπουδαιότερον μήνυμα ποὺ χρειαζόμεθα. Καὶ τὸ χρειαζόμεθα ὡς τὸ περισσότερον λησμονούμενον.
Διότι, ἐὰν ὅλα τὰ ἄλλα ἀπὸ ἀπόψεως συγκροτήσεως καὶ λειτουργίας τῆς Διασκέψεώς μας εἶναι τέλεια, ἐὰν ὅλαι αἱ γνῶμαι καὶ αἱ ἀπόψεις ποὺ θὰ διατυπωθοῦν κατ’ αὐτὴν εἶναι λογικῶς καὶ φιλοσοφικῶς καὶ θεολογικῶς, καὶ δὴ καὶ ἐκκλησιολογικῶς, καὶ ἀπὸ πάσης ἄλλης ἀπόψεως ἀκαδημαϊκῶς ἄρτια, ὅμως ἐὰν ἀγάπη δὲν ὑπάρχει, κινδυνεύομεν νὰ μεταβληθῶμεν εἰς χαλκὸν ἠχοῦντα καὶ κύμβαλον ἀλαλάζον.
Διὰ τοῦτο προτρεπόμεθα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον, ὅλα ὅσα θὰ σκεφθῶμεν, θὰ διαβουλευθῶμεν, θὰ ἀποφασίσωμεν καὶ θὰ τελέσωμεν ὡς πράξεις ἐκκλησιαστικάς, νὰ γίνουν ἐν ἀγάπῃ. Διότι ὅταν προσέξωμεν, βλέπομεν, ὅτι ὁ Παῦλος δὲν ὁρίζει, δὲν προσδιορίζει τὸ τί πρέπει νὰ γίνῃ ἐν ἀγάπῃ, ἀλλὰ λέγει μὲ σαφήνειαν καὶ κατηγορηματικότητα: «πάντα ἡμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω». Τὰ πάντα ἐν ἀγάπῃ.
Λοιπόν, αὐτὴ εἶναι ἡ λυδία λίθος τῆς Διασκέψεώς μας, ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, ἀγάπη πρὸς ἀλλήλους, ἀγάπη πρὸς τὸν ἔξω τοῦ ναοῦ τούτου ἐπαίτην τῆς ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας σύγχρονον ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3.16).
Μετὰ τὸν Ζαχαρίαν καὶ τὸν Παῦλον, τὸ τελευταῖον καὶ σπουδαιότερον μήνυμα μᾶς ἔρχεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύριόν μας, μέσῳ τῆς περὶ ἀμπέλου καὶ γεωργῶν παραβολῆς Του, ποὺ ἠκούσαμεν κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν.
Πρὸς τὴν ἄμπελον παρωμοιώθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἡ Ἐκκλησία. Τὴν ἄμπελον, τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν φυτεύει ὁ Κύριος. Ἀλλὰ δὲν τὴν ἀφήνει ἄφρακτον. Ὡς οἰκοδεσπότης, καὶ πύργον οἰκοδομεῖ καὶ μὲ φραγμὸν τὴν περιβάλλει. Τὴν καλλιέργειαν, τὴν περιποίησιν καὶ τὴν καρποφορίαν τῆς ἀμπέλου τὴν ἐμπιστεύεται εἰς γεωργούς.
Ἡ παραβολὴ ἐνδεικτικῶς ἀναφέρει, πρὸς προειδοποίησιν, τὴν περίπτωσιν τῶν γεωργῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι οὔτε τὸν πύργον, οὔτε τὸν φραγμόν, οὔτε τὸν οἰκοδεσπότην, τέλος, καὶ τοὺς ἀπεσταλμένους αὐτοῦ ἐσεβάσθησαν. Ἀλλὰ κυρίως ζητεῖ καὶ ἄρχεται, νὰ μᾶς διδάξει τὸ γεγονὸς ὅτι ἂν οἱ ἀμπελουργοί, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἐνεπιστεύθη τὴν ἄμπελόν Του καὶ τὴν καλλιέργειαν καὶ τὴν καρποφορίαν της, δὲν ὑπῆρξαν οἱ ἄξιοι τῆς θείας προσφορᾶς καὶ ἐμπιστοσύνης, ὅμως ἐξ αἰτίας αὐτῶν δὲν πρόκειται νὰ ἀφεθῇ εἰς ἐγκατάλειψιν καὶ μαρασμὸν ἡ ἄμπελος. Ἐὰν οἱ γεωργοὶ ἀποδειχθοῦν κακοί, τότε θὰ ἐπέμβῃ ὁ Κύριος οἰκοδεσπότης τοῦ ἀμπελῶνος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν πύργον θὰ στηρίξῃ καὶ τὸν φραγμὸν θὰ ἐνισχύσῃ καὶ τὸν ἀμπελῶνα θὰ φυλάξῃ καὶ αὐτὸς θὰ καρποφορήσῃ, διότι θὰ τὸν ἐκδώσῃ εἰς ἄλλους γεωργούς: «καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν» (Ματθ. 21.41).
Ἀδελφοί,
Ἐδῶ, ὡς εἶναι καὶ ὡς τὸ πιστεύω, εὑρισκόμεθα ὡς ἐντεταλμένοι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, ἀλλὰ συγχρόνως, ὑπὸ τὴν ἰδιότητα ταύτην, καὶ ὡς κεκλημένοι ὑπὸ τοῦ Κυρίου γεωργοῦ τοῦ ἀμπελῶνος Του εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν. Ὁ ἀμπελὼν ὑπάρχει, καὶ θὰ ὑπάρχῃ, καὶ ὁ πύργος καὶ ὁ φραγμός. Τὸ ὅλον θέμα ἐν τῇ κατακλεῖδι τοῦ λόγου τούτου εἶναι τί εἴδους γεωργοὶ θὰ εἴμεθα. Εὔχομαι νὰ ἀποβῶμεν οἱ καλοὶ γεωργοὶ τῆς ἀμπέλου. Καὶ πρὸς τοῦτο ἀπευθύνομαι εἰς τὸν φυτουργὸν καὶ Κύριον τῆς ἀμπέλου, ὅπως ἀπευθυνόμεθα εἰς ἑκάστην δι’ ἐπισκόπου ἐν Εὐχαριστίᾳ λειτουργίαν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, καὶ λέγω μεθ’ ὑμῶν: «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε, καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην, καὶ κατάρτισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά Σου».
Αὐτῷ τῷ φυτουργῷ καὶ Κυρίῳ τῆς Ἐκκλησίας, δόξα καὶ τιμὴ καὶ προσκύνησις ἐν αὐτῇ, σὺν τῷ Πατρί, τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
[Κατακλείων τὰς ἐργασίας τῆς Διασκέψεως, ὁ Σεβ. Πρόεδρος ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς συμμετασχόντας εἰς αὐτὰς ὁμιλίαν, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐπεχείρησε γενικὴν ἀξιολόγησιν τοῦ ὑπ᾿ αὐτῆς ἐπιτελεσθέντος ἔργου. Εἶπε μεταξὺ ἄλλων:]
«Ἐδῶ, ὡς ἐκ τῶν συζητήσεών μας προκύπτει, ἀνεκαλύψαμεν ἐν τέλει ὅτι δὲν εἴμεθα ἀκόμη ἕτοιμοι νὰ λύσωμεν τὰ προβλήματα τῶν ἄλλων, διότι οὔτε αὐτὰ καλῶς τὰ γνωρίζομεν, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἔχομεν ἤδη λύσει τοὺς ἡμετέρους προβληματισμούς, μάλιστα δὲ καὶ ὅτι εὑρισκόμεθα εἰσέτι ἐν πολλοῖς εἰς τὴν κατάστασιν τῆς εὐδαιμονικῆς ἀταραξίας καὶ μακαριότητος τῆς ἁγίας κληρονομίας τῶν Πατέρων, ἤτοι τῶν ὄντως προβληματισθέντων, τῶν ὄντως μέχρι μαρτυρίου καὶ θανάτου ἀντιμετωπισάντων τὰς ἀντιπνευματικὰς καταστάσεις τῶν ἐποχῶν των.
Κατελήξαμεν εἰς τὴν διαπίστωσιν καὶ τὴν ἀλήθειαν ταύτην μετ’ ὠδίνων. Δὲν ὑπάρχει τοκετὸς ἄνευ ὠδίνων. Καὶ διήλθομεν, λοιπόν, διὰ μέσου δοκιμασίας, μέχρις οὗ καταλήξωμεν εἰς τὴν διαπίστωσιν, εἰς τὴν αὐτογνωσίαν, ἤτοι τὴν κεφαλαιώδη ἀπαρχὴν τῆς ἀναγεννήσεως. Ἀπὸ τῆς ἀπόψεως ταύτης ἡ Διάσκεψις ἡμῶν εἶναι καὶ δύναται νὰ καταγραφῇ ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς ἐξελίξεως τῶν καθ’ ἡμᾶς πανορθοδόξων πραγμάτων ὡς καμπὴ ὄντως ἱστορική»…