Ἡ εἴσοδος στὸν Ναὸ σηματοδοτεῖ τὴν εἴσοδό μας στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ εἴσοδός μας στὴν Ἐκκλησία ἐμφαίνεται ἀπὸ τὴν εἴσοδο στὸν Ναό. Καὶ πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἰδεολογία ἀλλὰ πράξη καὶ καθημερινὴ σχέση μὲ τὸν ζῶντα Κύριο;
Στὸ παρὸν κείμενο εἶναι κατατεθειμένη ἡ εὐγνωμοσύνη μου πρὸς ὅσους μὲ εἰσήγαγαν ἢ μὲ βοήθησαν νὰ ἐμβαθύνω στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, μυσταγωγοῦντες με διὰ τῆς θείας λατρείας, τοῦ τύπου καὶ τῆς μουσικῆς της.
Ὁ νέος ἐφημέριος
Στὰ δέκα μου χρόνια βρέθηκα νὰ ἐκκλησιάζομαι στὸν Ἁη-Γιώργη (Γοργομύλου), τὴν ἐνορία μας, ἐξ αἰτίας τοῦ αἰφνιδίου θανάτου ἑνὸς νέου συγγενοῦς μας, τῶν μνημοσύνων του κ.λπ. Ἐκεῖ, στὰ 1989 γνώρισα τὸν νέο ἐφημέριό μας, τὸν παπα-Δημήτρη Πανταζή. Θυμᾶμαι μάλιστα τὴν πρώτη του λειτουργία στὸ χωριό. Τὸν συνόδευε ὁ πατέρας του ὁ παπα-Γρηγόρης, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν καθοδηγοῦσε στὰ πρῶτα τελετουργικὰ βήματα. Χαραγμένες στὴ μνήμη μου παραμένουν οἱ προσεκτικὲς εὐλαβικὲς κινήσεις του· αὐτὲς ἄλλωστε τὸν χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα.
Χάρη στὴν προσωπικότητα τοῦ παπα-Δημήτρη ἄρχισα νὰ ἐκκλησιάζομαι τακτικότερα, νὰ βοηθῶ στὸ ἱερὸ καὶ νὰ διαβάζω μὲ παρότρυνσή του τοὺς κανόνες τοῦ ὄρθρου, γιὰ νὰ ξεκουράζω τὸν ψάλτη. Παρεμπιπτόντως γιὰ ἕναν ἀνεξήγητο λόγο τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ δὲν μὲ δυσκόλεψαν ποτέ· ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας φορὰ ἀνέγνωσα χωρὶς δυσκολία καὶ μὲ ἐλάχιστα λάθη. Ἡ πρώτη ὅμως λέξη ποὺ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καὶ μοῦ φάνηκε μᾶλλον ἀστεία, ἦταν ἡ μετοχὴ πεπτωκότα. «Τὶ εἴδους κότα ἄραγε νἆναι αὐτή;», σκέφτηκα παιδικά!
Ὁ παπα-Δημήτρης μὲ παρότρυνε φυσικὰ καὶ νὰ ψάλλω, ἀλλά λόγῳ τοῦ ὅτι ντρεπόμουν, δείλιαζα. Μάλιστα μοῦ εἶχε ἀντιγράψει μιὰ κασσέτα μὲ τὴν Θεία Λειτουργία, ποὺ ἔψαλλε ἡ χορῳδία τοῦ Θ. Βασιλικοῦ, ἀργότερα καὶ ἄλλες μὲ τὴν Ἐξόδιο ἀκολουθία κ.λπ.· παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ ντροπὴ δὲν ὑποχωροῦσε. Τὸ γενναῖο καὶ καθοριστικὸ βῆμα ὡστόσο ἔγινε μιὰ Κυριακὴ ποὺ ὁ ψάλτης ἀπουσίασε ἐκτάκτως λόγῳ ἀσθενείας, ὁπότε δὲν ὑπῆρχε ἄλλος νὰ τὸν ἀντικαταστήσει…
Λίγο ἀργότερα ὁ παπα-Δημήτρης πρότεινε στὸν πατέρα μου νὰ πάω στὸ διπλανὸ χωριό, τὸν Γυμνότοπο, στὴν ἐνορία τοῦ πατέρα του, ὅπου ὁ παπα-Γρηγόρης εἶχε συγκεντρώσει μιὰ ὁμάδα παιδιῶν καὶ τοὺς παρέδιδε μαθήματα πρακτικῆς ψαλτικῆς, πράγμα ποὺ ἔκανα μὲ περιέργεια μᾶλλον παρὰ μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον.
Ὁ παπα-Γρηγόρης
Ὁ παπα-Γρηγόρης ἦταν ὁ τύπος τοῦ εὐλαβοῦς κληρικοῦ τοῦ χωριοῦ, ποὺ ἀγαποῦσε αὐτὸ ποὺ ἔκανε, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ὅλη παρουσία του ἐμφοροῦνταν ἀπὸ σεμνότητα, ζεστασιὰ καὶ πηγαῖο χιούμορ. Τὰ μαθήματα πρακτικῆς ψαλτικῆς γίνονταν στὸν Ἅγιο Δημήτριο. Ἤμασταν γύρω στὰ ὀκτὼ παιδιά· παραμείναμε στὸ ἀναλόγιο καὶ στὴν λειτουργικὴ ζωὴ δύο μόνο. Τὰ πρῶτα μαθήματα δαπανήθηκαν στὰ ἀναστάσιμα ἀπολυτίκια. Ὁ παπα-Γρηγόρης ἢ ὁ παπα-Δημήτρης ἔψαλλαν καὶ ἐμεῖς ἐπαναλαμβάναμε. Στὴ συνέχεια μάθαμε τὴν σειρὰ τῆς Θείας Λειτουργίας. Παρ’ ὅλο ποὺ τὰ μαθήματα δὲν κράτησαν πολὺ καιρό, ἤμασταν σὲ θέση «νὰ ξελειτουργήσουμε τὸν παπά», ὅπως λέει ὁ λαός. Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικὰ δυὸ χαριτωμένα περιστατικά: ἕνας μικρὸς κρατοῦσε ἀνάποδα τὸ ἐγκόλπιο τοῦ ἀναγνώστου καὶ συνέχιζε νὰ διαβάζει(!) κι ἕνας ἄλλος ὧρες-ὧρες διάβαζε καὶ τὰ κόκκινα γράμματα-ὁδηγίες πρὸς τὸν ψάλλοντα!
Ὅπως καὶ νά ’χει, ἦταν μιὰ ὄμορφη ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε γιὰ μένα τὸν προθάλαμο τῆς ψαλτικῆς. Μακαρίζω τὴν ψυχὴ τοῦ παπα-Γρηγόρη, μνημονεύω τὴν εὐεργεσία του καὶ εὐγνωμονῶ τὸν παπα-Δημήτρη, ποὺ μοῦ ἐμφύσησαν τὸ πρῶτον τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθεσαν τὸ θεμέλιό της.
Οἱ ἑσπερινοὶ τοῦ παπα-Λευτέρη
Ἕνα χρόνο μετά, μαθητὴς τῆς Γ΄ Γυμνασίου, ἄρχισα νὰ παρακολουθῶ φροντιστήρια, κατὰ τὰ ἤθη τῆς νεοελληνικῆς παιδείας. Ἡ φροντιστηριούπολη τῆς Φιλιππιάδας ἦταν ὁ ἰδανικὸς καὶ πλησιέστερος τόπος γι᾿ αὐτό.
Παράλληλα ὁ παπα-Δημήτρης μὲ παρότρυνε νὰ ξεκινήσω μαθήματα βυζαντινῆς μουσικῆς, ποὺ παρέδιδε ὁ π. Ἐλευθέριος Χαραλαμπίδης, ὁ χαρισματικὸς καὶ πληθωρικὸς Κωνσταντινουπολίτης ἐφημέριος τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνα Φιλιππιάδας. Χωρὶς λοιπὸν νὰ χάσω καιρό, ἕνα Σάββατο πρωΐ ποὺ κατέβηκα στὴ Φιλιππιάδα γιὰ μάθημα, φρόντισα νὰ περάσω ἀπὸ τὸν ναὸ γιὰ μιὰ πρώτη γνωριμία καὶ συνεννόηση γιὰ τὰ μαθήματα ψαλτικῆς.
Ἔτσι πότε μὲ τὸν πατέρα μου, πότε μὲ ὀτοστόπ κατέβαινα γιὰ τὰ ἀπογευματινὰ φροντιστήρια καὶ γιὰ τὰ μαθήματα βυζαντινῆς μουσικῆς. Πρωτίστως ὅμως κανόνιζα, ὅσο μποροῦσα, τὸ πρόγραμμά μου, γιὰ νὰ βρίσκω χρόνο νὰ παρακολουθῶ τοὺς ἑσπερινοὺς τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνα. Ἐκεῖ συνειδητοποίησα, ὅτι τὰ λειτουργικὰ βιβλία ἔχουν «γράμματα» γιὰ κάθε μέρα (!) καὶ πὼς ἡ καθημερινότητα τοῦ κληρικοῦ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴ θεία λατρεία. Ἐκεῖ ἄρχισα νὰ μαθαίνω τὸ τυπικὸ τῶν (καθημερινῶν) ἑσπερινῶν καὶ τὰ προσόμοια, ἀλλὰ καὶ νὰ σαγηνεύομαι ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἱερὰ τέχνη διὰ τῆς καλλιφωνίας τοῦ παπα-Λευτέρη.
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ νοῦς μου ἐπιστρέφει στὰ χρόνια ἐκεῖνα, θυμᾶμαι ἕνα χαρακτηριστικὸ περιστατικό, ποὺ φανερώνει τὴν λειτουργικὴ ἄγνοια τοῦ τόπου μας: Συναντήθηκα κάποτε μὲ ἕνα συγχωριανό, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ χρόνια στὴ Φιλιππιάδα. Τοῦ ἀνέφερα τὴ γνωριμία μου μὲ τὸν παπα-Λευτέρη καὶ μοῦ λέει: «Ἄ! Αὐτὸς ἔχ΄ φουνή· ’φραίνισει (=εὐφραίνεσαι) νὰ τοὺν ἀκοῦς! Ἀλλὰ ἰκείν΄ ἡ καμπάνα γιατί βαρεῖ κάθι βράδ΄; Ἰγὼ ἤξιρα μαναχὰ τὰ σαββατόβραδα κὶ σ΄τ΄ς γιουρτὲς βαρεῖ»(!).
Αὐτὴ ὅμως ἡ καθημερινὴ ἀπογευματινὴ καμπάνα καὶ ὁ μετέπειτα ἑσπερινὸς τοῦ παπα-Λευτέρη μπορεῖ νὰ ξένιζαν τοὺς ἄγευστους λειτουργικά, εἰσήγαγαν ὡστόσο πολλοὺς νέους τῆς ἐποχῆς, μεταξὺ αὐτῶν κι ἐμένα, στὴν ἔννοια καὶ τὸ βίωμα τῆς καθημερινῆς λατρείας καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὴν ψαλτικὴ τέχνη.
Πάτερ Ἐλευθέριε, σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα!
Ἡ Σιμωνόπετρα
Μετὰ τὴν ἀποφοίτηση ἀπὸ τὸ Λύκειο, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1994, ἐπισκέφτηκα μὲ ἀδελφοὺς καὶ τὸν πνευματικό μας, τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἦταν ἡ πρώτη ἐπίσκεψη καὶ μάλιστα στὴ Μονὴ Σίμωνος Πέτρας. Ἤξερα τὴ Σιμωνόπετρα ἀπὸ τὶς τέσσερις κασσέτες τοῦ γνωστοῦ «Ἁγνὴ Παρθένε» καὶ τῶν ψαλμῶν. Τὶς ἄκουγα πολὺ στὴ νεότητά μου. Μὲ σαγήνευε τόσο ἡ μελῳδία ὅσο καὶ τὸ ξεχωριστὸ ἠχόχρωμα τῶν μοναχῶν. Ἔνιωθα, θυμᾶμαι, κάτι τὸ ἄυλο στὴ φωνή τους. Παρεμπιπτόντως οἱ πρῶτες ἀπόπειρες ἰσοκρατήματος ἔγιναν ἀκούγοντας τὶς κασσέτες αὐτές.
Κάθε λεπτομέρεια τῆς ἐπίσκεψης στὴ Σιμωνόπετρα παραμένει ἔκτυπη στὴν ψυχή μου. Θυμᾶμαι χαρακτηριστικὰ τὸν ἐφημέριο π. Γρηγόριο νὰ λειτουργεῖ ἰσαγγέλως, νὰ θυμιάζει ἀέρινα ἀτενίζοντας καθέναν κατὰ πρόσωπο· θυμᾶμαι τὸν π. Ἀθανάσιο νὰ πρωτοψαλτεῖ μελῳδικώτατα κ.ἄ.π. Προσευχόμενος «ἀνεβόησα πρὸς Κύριον»: «Θεέ μου, πόσο θὰ ἤθελα νὰ ψέλνω σὰν αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους»! Καὶ ὁ Κύριος, ἁπλόχερα, ὡς συνήθως, δὲ μοῦ δώρησε μόνο τὸ «σὰν αὐτούς», ἀλλὰ καὶ τὸ «μὲ αὐτούς». Δυὸ χρόνια ἀργότερα, ὡς φοιτητὴς πλέον τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, συνδέθηκα μὲ τὸ Μοναστήρι, διακόνησα ὡς πρωτοψάλτης τοῦ Μετοχίου στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ δυὸ χρόνια κι ἔψαλλα πάμπολλες φορὲς μὲ τοὺς ἀγαπημένους μου πατέρες.
Στὴ Σιμωνόπετρα ὀφείλω τὴ θεώρηση τῆς ψαλτικῆς ὡς μιᾶς χαρούμενης, ζωντανῆς διακονίας στὴν ὑπηρεσία τοῦ προσευχόμενου πιστοῦ καὶ δὲ θὰ παύσω νὰ μνημονεύω τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τιμή, μὲ τὴν ὁποία μὲ περιέβαλε ἡ Μονὴ ὡς συνεργάτη της. Ἀκόμη στὶς καθημερινὲς κυρίως ἀκολουθίες τοῦ Μετοχίου ἔμαθα νὰ οἰκονομῶ τὸν λειτουργικὸ χρόνο, ἀποφεύγοντας τόσο τὴ βιασύνη ὅσο καὶ τὴν προχειρότητα, γρηγορῶντας παράλληλα στὶς ποικίλες ἀπαιτήσεις τοῦ τυπικοῦ. Συνακόλουθα δὲν μπορῶ νὰ παραδώσω στὴ λήθη τοῦ λόγου τὸν εὔτακτο λειτουργὸ τοῦ Μετοχίου, τὸν π. Ἀθανάσιο Γκίκα. Ἡ παρουσία του καὶ ἡ συμβο(υ)λή του στὴν ἀποτελεσματικότερη λειτουργία τοῦ ἀναλογίου ὑπῆρξε καθοριστική.
Ἡ ἱερὰ Σχολή
Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης ἦταν ἡ μοναδικὴ ἐπιλογὴ σπουδῶν. Χωρὶς νὰ ξέρω τὸ γιατί, αὐτονόητα, δὲν ἐπιθυμοῦσα κάποιαν ἄλλη σχολή οὔτε κάποιαν ἄλλη πόλη. Τὸ γιατί βέβαια φανερώθηκε τὸν καιρὸ τῆς φοίτησης· οἱ ἄνθρωποι, ἡ θεολογικὴ καὶ μουσικὴ παιδεία, ἡ κουλτούρα τῆς πόλης, ἡ ἀποκάλυψη μιᾶς ἄλλης πνευματικότητας εἶναι λίγα ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Συμβασιλεύουσας. Μέρος αὐτοῦ τοῦ ἄνωθεν πολύπτυχου δωρήματος ἦταν ἡ ἱερὰ τῆς Θεολογίας Σχολή. Ἐπὶ τοῦ παρόντος βέβαια θὰ ἀναφερθῶ μόνο στὰ τοῦ ναοῦ τῆς Σχολῆς, τὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Πέρασα τὸ κατώφλι του κάποια Πέμπτη τοῦ Ὀκτωβρίου 1996, μᾶλλον στὴν πρώτη ἀκολουθία τῆς νέας ἀκαδημαϊκῆς χρονιᾶς. Πρωτοψάλτης ὁ μουσικολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης Νεκτάριος Πάρης καὶ λαμπαδάριος ὁ Γιάννης Λιάκος. Ἀκούγοντας γιὰ πρώτη φορὰ τὸν π. Νεκτάριο ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἀναγνώρισα τὴ φωνὴ τοῦ λαμπαδαρίου σὲ μιὰν ἀγρυπνία στὸν Ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης μὲ πρωτοψάλτη τὸν μακαριστὸ λαμπρὸ ἁγιορείτη ψάλτη π. Παντελεήμονα Κάρτσωνα. Ἦταν ἀπὸ τὶς κασσέτες ποὺ ἀκούγαμε πολὺ τότε καὶ θαυμάζαμε τὸ κρυστάλλινο ἠχόχρωμα τοῦ Κάρτσωνα. Ἡ πρώτη συνάντηση μὲ τὸν π. Νεκτάριο ἦταν μᾶλλον γραφική. Στοὺς Αἴνους μοῦ ἔδωσε νὰ ψάλλω ἕνα στιχηρὸ λέγοντας: «Γιὰ ψάλλε νὰ δοῦμε τί φω-φω-φω-φω-νὴ ἔχεις». Ἐγὼ μὴ γνωρίζοντας, ὅτι εἶναι βραδύγλωσσος, κόντεψα νὰ ξεσπάσω σὲ γέλια! Εὐτυχῶς ὅμως ἡ συστολὴ τῆς πρώτης φορᾶς μὲ βοήθησε καὶ δὲν προσέβαλα ἔτσι τὸν καθ᾿ ὅλα ἀγαπητὸ καὶ σεβαστὸ δάσκαλο. Ὁ π. Νεκτάριος παρέμεινε στὴν πρωτοψαλτία τῆς Σχολῆς μόνο γιὰ ἕνα ἀκαδημαϊκό ἔτος ἀκόμη, ὁπότε ἡ ὠφέλειά μας ἦταν περιορισμένη. Βέβαια ἀναπτύχθηκε μιὰ κάποια σχέση καὶ μπορούσαμε νὰ ἀπευθυνόμαστε σ᾿ αὐτὸν γιὰ ἐπίλυση μουσικῶν καὶ συναφῶν ἀποριῶν.
Ὑπεύθυνοι λειτουργίας τοῦ Φροντιστηρίου Λειτουργικῆς καὶ Ὁμιλητικῆς, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ διαπρεπὴς λειτουργιολόγος Ἰωάννης Φουντούλης, ὁμότιμος τότε καθηγητής, ἦταν γιὰ μὲν τὸν δεξιὸ χορὸ ὁ καθηγητὴς καὶ δάσκαλός μας Παναγιώτης Σκαλτσῆς γιὰ δὲ τὸν ἀριστερὸ χορὸ καὶ τὸ ἱερατεῖο ὁ ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος Σκρέττας, ὁ γλυκὺς καὶ προσηνὴς πατήρ, ὑπὸ τὴν σκέπη, λειτουργικὴ γνώση καὶ ἀγάπη τοῦ ὁποίου διακόνησα ὡς λαμπαδάριος γιὰ μιὰ πενταετία σχεδόν. Τοῦ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ πολλά, κυρίως ὅμως γιὰ τὸν διττὸ σεβασμό, αὐτὸν ποὺ μᾶς ἐνέπνεε γιὰ τὴν τάξη τῆς θείας λατρείας καὶ αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖο μᾶς συμπεριφερόταν, κι ἂς ἤμασταν νέοι, ἄπειροι φοιτητές.
Ὁ ναὸς τῆς Σχολῆς μας ἦταν ὄντως φροντιστήριο λειτουργικῆς (εὐπρέπειας καὶ λιτότητας). Ἐκεῖ ἀνακαλύψαμε ἀρχαίους λειτουργικοὺς τύπους, ὀρθὴ τέλεση τῶν ὅσων μέχρι τότε γνωρίζαμε ἐλλιπῶς ἢ καὶ λανθασμένως, ἐκεῖ μαθητεύσαμε σ᾿ ἕνα λειτουργικὸ ἦθος λογικῆς -καὶ ὄχι μαγικῆς- λατρείας. Μάθαμε ἀκόμη ν᾿ ἀναθεωροῦμε λειτουργικὲς συνήθειες, ὅταν αὐτὲς ἀποβαίνουν εἰς βάρος τοῦ λατρευτικοῦ τύπου· παύσαμε νὰ φοβόμαστε τὴν ἀλλαγὴ λειτουργικῶν ἠθῶν προφάσει εὐλαβείας ἢ τήρησης τῆς δῆθεν παράδοσης. Ἄλλωστε ἡ παράδοση ἀεὶ κυοφορεῖ καὶ γεννᾶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια τῆς θείας λατρείας· δὲν πρόκειται περὶ στείρας ἀναπαραγωγῆς νεκρῶν τύπων.
Χωρὶς ὑπερβολὴ πάντως ἀφ’ ἑνὸς ἡ ἑπαφὴ μὲ τὴν ἁγιορειτικὴ λειτουργικὴ πράξη καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἡ λειτουργικὴ αὐτοσυνειδησία ποὺ καλλιεργοῦσε τὸ Φροντιστήριο καὶ ὁ ἱδρυτής του, καθόρισαν καὶ διέπουν, κατὰ δύναμιν, τὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργική μου πορεία. Δόξα τῷ Θεῷ!
Ὁ πολυσέβαστος καθηγητής
Τὸ ὄνομα Ἰωάννης Φουντούλης ἀκουγόταν καθημερινὰ στὴ λειτουργικὴ Θεσσαλονίκη. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἀκούγεται; Ἦταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Ναοῦ, τῆς ἀκολουθίας, τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἕνα πολύτιμο ἀμάλγαμα εὐσέβειας καὶ ἐπιστημοσύνης. Ἦταν τόσο εὐλαβής, ὥστε νὰ παραμένει ἀμερόληπτος ἐπιστήμονας τῆς λατρείας καὶ τόσο ἐπιστήμονας, ὥστε νὰ ἀνατέμνει μὲ σεβασμὸ τὸ σῶμα τῆς ἀκολουθίας, νὰ χειρουργεῖ μὲ ἀκρίβεια, νὰ ἀπαλάσσει ἀπὸ τὸ περιττό, νὰ προτείνει μὲ γνώση, σύνεση καὶ διάκριση. Ἐκκλησιαστικὸς ἀνὴρ μέχρι «μυελοῦ ὀστέων».
Δὲ θυμᾶμαι τὴν πρώτη μας συνάντηση καὶ γνωριμία. Ἔκτοτε ὅμως ἀνέβαινα συχνὰ στὸ γραφεῖο του στὴ Μονὴ Βλατάδων -ἦταν πρόεδρος τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν. Ἡ κάθε συνάντησή μας ἦταν μιὰ ἀποκάλυψη γνώσης καὶ ἀγάπης γιὰ τὴ λατρεία τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἄνθρωπος εὐπροσήγορος, χαρίεις, ἀρχοντικός, σεβαστικὸς πρὸς τὸν κάθε συνομιλητή του. Τοῦ ὀφείλω πολλὰ γιὰ τὸν χρόνο καὶ τὶς σοφὲς συμβουλές του καὶ θὰ τὸν μνημονεύω διὰ παντός. Παραθέτω χαρακτηριστικὰ περιστατικὰ ποὺ φανερώνουν τὰ παραπάνω: «κ. Καθηγητά, ἔχω ἄλλη μιὰν ἀπορία», εἶπα. «Εἶσαι τυχερός, Νεκτάριε», ἀπάντησε. «Ἐγὼ ἔχω πολλὲς ἀκόμα», καὶ γέλασε. Ἄλλη μιὰ φορὰ συζητῶντας κάποιο θέμα «παπαδικό» τὸν ρώτησα νεανικότροπα: «Δὲ σᾶς ἐνοχλεῖ, ποὺ ἐνῶ ἔχετε τέτοια γνώση καὶ πεῖρα, δὲ σᾶς συμβουλεύεται ἀναλόγως ὁ κλῆρος;». Μοῦ ἀπάντησε τότε ἁγιογραφικά: «ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν» (Α΄ Κορ. 9.9). Ἐμεῖς σπέρνουμε, Νεκτάριε, Ἄλλος εὐλογεῖ τὴν καρποφορία καὶ ἄλλος, ὅποιος θέλει, θὰ δρέψει τοὺς καρπούς. Δὲν πρέπει νὰ σκεπτόμεθα ἀπογοητευτικά, ἀνθρώπινα».
Εἶναι πάντως νομοτελειακὸ τὸ ὅτι, ὅσο μεγαλύτερη καὶ πλατύτερη γνώση ἑνὸς ἀντικειμένου ἔχει κάποιος, τόσο ταπεινώνεται ἀπέναντι στὴ μεγάλη ἄγνωστη ἀκόμα γνώση. Ἕνας τέτοιος ταπεινὸς ἄνθρωπος καὶ εὐεργέτης πολλῶν θηρευτῶν τῆς ἀλήθειας τῆς λατρείας ὑπῆρξε ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης. Ἡ ψυχή του, στὰ ἅγια!
Ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης
Ἦταν ἀρχὲς Νοεμβρίου τοῦ 1996. Εἶχε περάσει μιὰ περίοδος ἀναζήτησης δασκάλου στὴν ψαλτική, μιᾶς καὶ δὲν εἶχα ὁλοκληρώσει μὲ τὸν παπα-Λευτέρη τὸ ἀναστασιματάριο -εἶχαν μείνει οἱ χρωματικοὶ ἦχοι- καὶ δὲν εἶχα καταλήξει κάπου. Πῆγα σὲ ἕνα μάθημα στὴ Σχολὴ τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ κάτι ἀπροσδιόριστο δὲν μὲ ἀνέπαυσε. Ἦλθα σὲ ἐπαφὴ μὲ κάποιον ἄλλο δάσκαλο, ἀλλὰ ἡ πρώτη συνάντηση δὲν ἔγινε ποτέ. Ἔτσι πέρασε ὁ καιρὸς μὲ μιὰ κάποια ἀγωνία γιὰ τὴ χρονιὰ ποὺ θὰ χανόταν στὴν ψαλτικὴ καί ’κεῖνο τὸ ἀπόγευμα μετὰ τὸν ἑσπερινὸ καθόμασταν στὸ γραφεῖο τῆς Παναγίας Δεξιᾶς μὲ τὸν ἐφημέριο π. Γεώργιο Χειλᾶ καὶ τὸν φίλο Γιῶργο -νῦν μητροπολίτη Τρίκκης Χρυσόστομο. Λέει ὁ Γιῶργος: «Πάτερ, ὁ Νεκτάριος θέλει να κάνει μαθήματα βυζαντινῆς, ἀλλὰ δὲν βρῆκε ἀκόμα κάποιο δάσκαλο. Ἔχεις ὑπ’ ὄψη σου κάτι;». «Ἄ! Αὐτὸ εἶναι εὐκολο», ἀπάντησε ἀμέσως ὁ π. Γεώργιος. «Ὑπάρχει ἕνας πολὺ καλὸς ψάλτης· νέο παιδὶ εἶναι, 25 χρονῶν καὶ ψάλλει στὴν Ἔδεσσα. Παναγιώτης Νεοχωρίτης λέγεται. Ἅμα σὲ ἀναλάβει αὐτός, θὰ σὲ κάνει Ἄρχοντα!», εἶπε σχεδὸν θριαμβευτικά. Μέσα μου γέλασα. «Ἄρχοντας, λέει. Τί μ᾿ ἐνδιαφέρουν ἐμένα αὐτά; Ἐγὼ τὸν πλάγιο τοῦ δευτέρου θέλω νὰ τελειώσω. Δὲν ἐνδιαφέρομαι νὰ γίνω πρωτοψάλτης». Πρὶν καλά-καλὰ τελειώσω τὴ σκέψη μου ἀκούω τον π. Γεώργιο: «Νάτος! Παναγιώτη, ἔλα ᾿δῶ.». Ὁ Νεοχωρίτης μόλις εἶχε μπεῖ στὴν ἐκκλησία καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸ γραφεῖο. Ντυμένος πρόχειρα μὲ ἀθλητικὲς φόρμες ἐλαφρῶς πιτσιλισμένες μὲ μπογιές -ἔβαφε τὸ σπίτι του ἐκεῖνες τὶς μέρες- μπορῶ νὰ πῶ πώς «δὲ μοῦ γέμισε τὸ μάτι», ἐπὶ τὸ λαϊκώτερον, σὰν πρωτοψάλτης καὶ δάσκαλος ψαλτικῆς. Ὡστόσο ἡ ἄποψη τοῦ π. Γεωργίου δὲ χωροῦσε ἀντίῤῥηση! Ὁ πατὴρ ἔκανε τὶς ἀνάλογες συστάσεις καὶ ἄμεσα κανονίστηκε τὸ πρῶτο μάθημα, τὸ ὁποῖο διεξήχθη σὲ μιὰ ἰσόγεια αἴθουσα τοῦ οἰκοτροφείου τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, δεξιὰ τῷ εἰσερχομένῳ.
Πῆγα συνεσταλμένος μὲ ἕνα ἀναστασιματάριο ἀνὰ χεῖρας. Τοῦ εἶπα τί εἶχα διδαχθεῖ μέχρι τότε καὶ τί ὄχι, ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία. Μὲ ἔβαλε νὰ ψάλλω τὰ ἀργὰ ἀναστάσιμα εὐλογητάρια τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου. Ἀφοῦ μὲ ἄκουσε γιὰ λίγο, μοῦ ἔκανε ἐπισημάνσεις σχετικὰ μὲ τήν «ἐναρμόνια» φθορὰ τοῦ Ζω καὶ ὕστερα ἄρχισε νὰ τὰ ψάλλει ὁ ἴδιος. Εἶχα ξανακούσει τὸ μέλος αὐτό, ὡστόσο αὐτὸ ποὺ ἄκουγα τώρα ἦταν κάτι ἐντελῶς πρωτόγνωρο. «Διαφορετικό»; «Καθαρό»; «Ἁγνό»; «Ἐξωτικό»; Τότε δὲ θὰ μποροῦσα νὰ βρῶ κάποια καταλληλότερη λέξη. Σήμερα μπορῶ μὲ παῤῥησία νὰ πῶ πὼς αὐτὸ ποὺ ἄκουσα ἦταν μιὰ ἀκραιφνῶς ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνεία. Ἄκουγα λοιπὸν κάτι ποὺ ποτὲ μέχρι τότε δὲν εἶχα ἀκούσει στὶς κασσέτες ποὺ κυκλοφοροῦνταν. Ἄκουγα κάτι «βαθύ», κάτι ποὺ μὲ βεβαίωνε ἐξάπαντος γιὰ τὴ γνησιότητά του. Τὴν ἴδια αἴσθηση ἀποκόμισα καὶ στὸ ἄκουσμα τοῦ δευτέρου ἤχου, αὐτοῦ τοῦ «καινούργιου» καὶ πρωτάκουστου δευτέρου ἤχου, ὅταν μοῦ παρέδιδε τὸ προσόμοιο «Τὸν τάφον σου, Σωτήρ». Στὸ πρῶτο μάθημα κι αὐτό.
Ἔφυγα ἀπὸ τὸ μάθημα «χορτᾶτος» καὶ μᾶλλον συνεπαρμένος καὶ κατευθύνθηκα στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Ῥηγόπουλου, γιὰ νὰ προμηθευτῶ τὸ Εἱρμολόγιο τοῦ Ἰωάννου. Ὁ δάσκαλος ἔκρινε, ὅτι δὲ χρειάζεται νὰ συνεχίσουμε τὰ μαθήματα ἀναστασιματαρίου ἀλλὰ ἀργοῦ εἱρμολογίου. Ἔτσι ματαιώθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ ἀρχικὸς καὶ μοναδικὸς σκοπός μου, ὁ πλάγιος τοῦ δευτέρου!
Λίγους μῆνες μετά, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1997 -ἂν θυμᾶμαι καλά, μὲ κάλεσε νὰ συμμετέχω στὶς πρόβες ἑνὸς χοροῦ ποὺ εἶχε συγκροτήσει ἀπὸ νέους τῆς Ἔδεσσας καὶ τῆς Καβάλας -τόπου καταγωγῆς του, ποὺ γίνονταν στὸ Ὠδεῖο «Ἐν χορδαῖς». Ὁ χορὸς μελετοῦσε τό «Ἀναστάσεως ἡμέρα» Χρυσάφου τοῦ νέου. Ὅταν ἄκουσα ὁλόκληρο τὸ μέλος ἀπὸ τὸν χορό, στὸ τέλος τῆς πρόβας, συγκλονίστηκα· «διηνοίχθησάν μου οἱ ὀφθαλμοί καὶ ἐπέγνων». Εἶπα μέσα μου: «Αὐτὸ ἤθελα νὰ μάθω· αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ψαλτικὴ θὰ ἤθελα νὰ διδαχτῶ, ἀλλὰ δὲν θὰ μποροῦσα μήτε σὰν αἴτημα νὰ τὸ διατυπώσω πρὸς τὸν Κύριο»! Ὅμως Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ἀκόμη καὶ τὶς μύχιες προσδοκίες μας, ἐκπληρώνει ὅσες δὲ βλάπτουν τὸ ὄντως συμφέρον μας…
Τὰ ἰδιαίτερα μαθήματα συνεχίστηκαν μιὰ χρονιὰ ἀκόμα, ἐνῶ παράλληλα ἀκολουθοῦσα τὸν δάσκαλο στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἔζησα τὸ ὀργανωμένο ἀναλόγιο καὶ τὴν ψαλτικὴ εὐπρέπεια. Χαραγμένη στὸ νοῦ μου παραμένει μιὰ λειτουργικὴ εἰκόνα ἀπὸ τὸν Α΄ Κατανυκτικὸ Ἑσπερινὸ τοῦ 1997. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ πήγαινα στὴν Ἁγία Σκέπη, τὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Ἔδεσσας, κι ἐπειδὴ φτάσαμε στὸν ναὸ τὴν ὥρα τῶν κεκραγαρίων, δὲν ἀνεβήκαμε στὸ ἀναλόγιο. Ἀντίκρυσα μιὰν ἐκκλησία πλήθουσα καὶ δυὸ ἀναλόγια γεμάτα νέα παιδιὰ μὲ τὰ ῥάσα τους. Μιὰ ἰδανικὴ καὶ ἐλπιδοφόρα σκηνὴ γιὰ τὴν ἄνθηση τῆς ψαλτικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς καθ᾿ ὅλου εὐσέβειας.
Δὲν ξέρω κατὰ πόσον ἐκμεταλλεύτηκα τὴν παρὰ Κυρίου εὐλογία καὶ εὐκαιρία. (Συνήθως καὶ μᾶλλον δικαίως οἱ δάσκαλοι δὲν εἶναι εὐχαριστημένοι μὲ τὴν ἀπορροφητικότητα καὶ τὸν ῥυθμὸ προόδου τῶν μαθητῶν!). Τοὐλάχιστον ὅμως ἐλπίζω ὅτι ἀπέκτησα κριτήρια ὀρθῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑρμηνείας, ψαλτικῆς γνησιότητας καὶ λειτουργικῆς εὐταξίας. Βέβαια στὴν πορεία τῆς ζωῆς τὰ κριτήρια ἐνίοτε λειτουργοῦν βασανιστικά, ὡστόσο αὐτὸ ἀποτελεῖ θέμα ἄλλης γραφῆς…
Συνελόντι εἰπεῖν ἡ μαθητεία παρὰ τὸν Παναγιώτη Νεοχωρίτη συμπεριλάμβανε ποικίλες χρήσιμες ἐμπειρίες, γνωριμίες ἐποικοδομητικὲς καὶ βιώματα ἐκκλησιαστικά. Ἡ μαθητεία βέβαια δὲν ὑπῆρξε ἀνέφελη, ὡστόσο ἡ εὐγνωμοσύνη μου ὑπερκαλύπτει κάθε ἀνθρώπινο σπίλο στὸ σῶμα τῆς παρὰ Θεοῦ εὐεργεσίας.
Τὰ ἔτη παρῆλθον, ὁ διδάσκαλος ἀνῆλθε στὸ ὑψηλότερο ψαλτικὸ στασίδι τῆς ἑλληνόφωνης ὀρθοδοξίας κι ἐμεῖς οἱ μαθητές του εὐχόμαστε τὸ ἑρμηνευτικὸ ἦθος του νὰ φωτίζει «ὡς λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν» κάθε καλόπιστο θεράποντα τῆς ἱερᾶς τέχνης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνῳδίας.
Ὁ π. Διονύσιος
Ὁ π. Διονύσιος Σιωνίδης, ἦταν κατ᾿ ἐπάγγελμα γιατρός, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του χειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ ἐξυπηρετοῦσε ὡς ἐφημέριος τὸ Γρηγοριάτικο Μετόχι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν Πολίχνη. Σύχναζε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ πολὺ νέος, ὅπου συναναστράφηκε παλαιοὺς πολιοὺς γέροντες, ὅπως τὸν πολυσέβαστο καθηγούμενο τῆς Γρηγορίου Ἀθανάσιο (†1953) καὶ τὸν ἀλήστου μνήμης Γαβριὴλ καθηγούμενο Διονυσιάτη (†1983), ὁ ὁποῖος νομίζω ὅτι ὑπῆρξε καὶ πνευματικός του πατέρας.
Ὁ π. Διονύσιος ἦταν ἔγγαμος φιλακόλουθος καὶ φιλόμουσος κληρικός. Ψάλλων θύμιζε παλαιοὺς ἁγιορεῖτες. Τὸν ἐπισκέφθηκα μιὰ φορὰ προκειμένου νὰ σημειώσω διάφορα ψαλτικά, λειτουργικὰ καὶ λοιπὰ ἁγιορειτικὰ ἤθη, καὶ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μὲ ἀποζημίωσε μὲ τὸ παραπάνω. Λογοτεχνικὰ γλαφυρός, περιγραφικὰ λεπτομερής, ἐκκλησιαστικὰ λεπτός, γενικὰ ἐνθουσιώδης μὲ μετέφερε στὸ ἦθος τῆς παλαιᾶς ἁγιορείτικης παράδοσης καὶ τῶν φιλακόλουθων ἐκφραστῶν της.
Μέσα ἀπὸ τὶς διηγήσεις του ἔζησα ἕναν ὁλάκερο κόσμο ποὺ ζοῦσε γιὰ καὶ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τιμὴ τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Παραθέτω ἕνα χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τῆς λειτουργικῆς λεπτολογίας αὐτοῦ τοῦ ἁγιορείτικου κόσμου: Ὁ Γαβριὴλ Διονυσιάτης, ὁ Παπποῦς, ὅπως ὅλοι τὸν προσφωνοῦσαν ἀγαπητικά, εἶπε κάποτε εἰρωνικά-ἐπιτιμητικὰ στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς μιᾶς μονῆς, λίγο πρὶν τὴν πανηγυρικὴ ἀγρυπνία: «Ὡραῖα ἀνάψατε τὰ καντήλια· σὰν πυροφάνια. Τί φλόγα εἶν᾿ αυτή; Ἡ φλόγα τῶν καντηλιῶν πρέπει νἆναι μικρή, γύρω-γύρω γαλάζια καὶ στὴ μέση κίτρινη, σὰν τὸ μάτι τοῦ ἀετοῦ». Σταχυολογῶ καὶ κάτι ἀκόμα ἀπὸ τὸν π. Διονύσιο. Συζητῶντας γιὰ τὸ φιλακόλουθο τῶν ἱερέων, μοῦ ἀνέφερε, ὅτι ὑπῆρχαν παλαιὰ στὴν Θεσσαλονίκη ἱερεῖς, οἱ ὁποίοι δὲν παρέλειπαν μήτε τὶς Ὧρες ἀπὸ τὴν καθημερινὴ λατρεία· ὅμως γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνουν τὸ ἐνοριακὸ πρόγραμμα τὶς ἔκαναν εἴτε κατ᾿ οἶκον εἴτε καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὸν ναό, μιᾶς καὶ τὶς γνώριζαν ἀπὸ στήθους!
Παρ᾿ ὅτι ἡ συναναστροφή μου μὲ τὸν π. Διονύσιο ἦταν βραχεῖα -μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφυγα ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, κρατῶ μιὰ πολὺ θερμὴ ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ φλογεροῦ ἐραστῆ τῆς λογικῆς λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τὸν εὐγνωμονῶ γιὰ τὸ παράθυρο, ποὺ μοῦ ἄνοιξε στὸν ἁγιορείτικο κόσμο τοῦ χθές. Αἰωνία του ἡ μνήμη!
Ὁ π. Κωνσταντῖνος
Ὁ π. Κωνσταντῖνος Παπαγιάννης ὑπῆρξε σημαντικὴ ἱερατική, λειτουργική, καὶ ψαλτικὴ μορφὴ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐφημέριος τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, κήρυκας, λειτουργιολόγος, μελοποιός, ἐκδότης μουσικῶν καὶ ἐπιμελητὴς λειτουργικῶν βιβλίων, ἦταν πραγματικὰ μιὰ ἀστείρευτη πηγὴ γνώσεων. Παρ’ ὅλο ποὺ μιὰ καὶ μοναδικὴ φορὰ συναντηθήκαμε καὶ μοῦ ἔλυσε πολλὲς ἀπορίες, ἡ συναναστροφή μας εἶναι καθημερινὴ διὰ τῶν μουσικῶν καὶ λειτουργικῶν του ἐκδόσεων. Ἀναμφιβόλως εὐεργέτησε πολλαπλῶς τὸν ἐκκλησιαστικὸ λειτουργικὸ χῶρο καὶ διευκόλυνε σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς θεράποντες τῆς λατρείας. (Καὶ ἂν ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία εἶχε ἐνδιαφερθεῖ ἐπαρκῶς, ὁ π. Κωνσταντῖνος θὰ εἶχε ἐπιτελέσει ἔργο ἀντίστοιχο αὐτοῦ τοῦ Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανοῦ τοῦ Ἰμβρίου…) Ἀγήρως ἡ μνήμη του!
Ὁ γέρων Δοσίθεος
Ἦταν στὰ 1999, ὅταν ἕνα βιβλίο ἀσυνήθιστης φρεσκάδας καὶ θεματολογίας εἰσέβαλε στὴ χριστιανικὴ καθημερινότητα τῆς Ἑλλάδας: «Θέλω νὰ πιῶ ὅλο τὸν Βόσπορο». Συγγραφέας ὁ καθηγούμενος τῆς Μονῆς Τατάρνης Εὐρυτανίας ἀρχιμανδρίτης Δοσίθεος Κανέλλος. Τὸ βιβλίο ἀφοροῦσε τὴν Πόλη· ἱστορία, μνημεῖα, τὸ Πατριαρχεῖο κ.ἄ.π. Ὅλοι εἶχαν σαγηνευτεῖ ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του καὶ ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ γέροντα, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν μεταστροφή -μᾶλλον ἐπαναστροφὴ τοῦ Νεοέλληνα (χριστιανοῦ) σὲ Ῥωμηό, μέσα ἀπὸ τὴν γνωριμία μὲ τὴν ἀεὶ βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη. Εἶναι πάντως ἀλήθεια ὅτι πέτυχε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸν σκοπό του.
Οἱ περισσότεροι στὴ φοιτητικὴ παρέα τῆς Θεσσαλονίκης τὸ εἴχαμε διαβάσει, εἴχαμε σαγηνευτεῖ, καὶ ἦταν ζήτημα χρόνου ἡ ἐπίσκεψή μας στὴν Πόλη. Ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ δοθεῖ· ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀνδρέας Νανάκης, ἱστορικός, καθηγητής μας στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ ὀργάνωνε ἐκδρομὴ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάρτιο τοῦ 2000. Ἀδράξαμε τὴν εὐκαιρία καὶ βρεθήκαμε ἔτσι γιὰ λίγες μέρες στὴν Βασιλεύουσα τοῦ Γένους.
Ἐκεῖ πέραν τῶν ἄλλων σημαντικῶν, ἱερῶν καὶ πρωτόφαντων, μᾶς περίμενε μιὰ πολὺ μεγάλη καὶ εὐχάριστη ἔκπληξη· ἡ γνωριμία μὲ τὸν π. Δοσίθεο! Συναντηθήκαμε στὴν αὐλὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, μετὰ ἀπὸ τὴν κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Ἐνθουσιασμένοι τὸν πλησιάσαμε: «Πάτερ, θὰ θέλατε μιὰ φωτογραφία μαζί μας;», κι ὁ γέροντας δέχτηκε σημειώνοντας μὲ τὸ ἀμίμητο χιοῦμορ του: «Νὰ μὴ βγάζετε φωτογραφία μαζὶ μὲ καλογήρους καὶ ἄλογα. Οἱ μὲν καλόγηροι διὰ τῆς περιβολῆς των, τὰ δὲ ἄλογα διὰ τοῦ λαμπεροῦ τριχώματος κλέβουν τὴν παράσταση»! Γελάσαμε ὅλοι ἀπὸ καρδιᾶς.
Ἐπικοινώνησα ξανὰ μὲ τὸν γέροντα, ὅταν πιὰ μετακόμισα στὴν Πρέβεζα, καὶ μὲ ἀφορμή, τί ἄλλο; θέματα τυπικοῦ, ἐκμεταλλευόμενος τὸν πλοῦτο τῶν γνώσεων καὶ τὴν πολυετὴ ἐμπειρία του. Ἀργότερα ἄρχισα νὰ ἐπισκέπτομαι τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ἀπολαμβάνω τὴν ἀνεπιτήδευτη καλογερική του ἀναστροφή, τὶς ἱστορικές καὶ λειτουργικές του γνώσεις, τὸ πηγαῖο χιοῦμορ, τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ καὶ τὴν πολίτικη -καὶ ὄχι μόνο- κουζίνα!
Στοιχούμενος ὅμως πρὸς τὸν ἀρχικὸ σκοπὸ τοῦ κειμένου θὰ ἑστιάσω στὰ λατρευτικὰ δρώμενα τῆς Μονῆς Τατάρνης. Ἡ Μονὴ ἀκολουθεῖ αὐτονόητα τὸ μοναχικὸ τυπικὸ καὶ μάλιστα τὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα (Τ.Α.Σ.). Ἡ τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἁπλότητα καὶ συνάμα ἀκρίβεια, δυὸ ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες συνιστῶσες τῆς ἱερότητας. Στὴν Τατάρνα βιώνεις ἐναργῶς, μέσῳ τῆς τήρησης τῆς τάξεως, τὴν ἔννοια τῆς παράδοσης, τῆς ῥοῆς ἀπὸ τὸ χθὲς στὸ σήμερα. Μπορῶ νὰ πῶ πὼς πληροῦσαι ἀπὸ τὴν παράδοση, ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ἐπαφῆς μὲ τὸ ἀρχαῖο καὶ προγονικό.
Ἔζησα τέσσερις ἀγρυπνίες στὸ Μοναστήρι. Ἑσπερινός-Ὄρθρος, ὀλιγόωρη διακοπὴ καὶ τὸ πρωΐ ἡ Θεία Λειτουργία. Ἐψάλησαν τὰ πάντα, κατὰ τάξιν, ἀβίαστα, φυσικά. Καὶ τὶς τέσσερις φορὲς ἔφυγα γεμάτος ἀπὸ τὴν ἑορτή. Ἡ πληρότητα τέλεσης τῆς ἀκολουθίας σὲ βοηθᾶ νὰ κατανοήσεις τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, νὰ ἀφουγκραστεῖς τὴν ὑψηλὴ ποίηση τῶν ὑμνογράφων, νὰ τιμήσεις ἐπάξια τὰ ἑορτάζοντα ἱερὰ πρόσωπα καί, κατὰ δύναμιν, νὰ βιώσεις τὴ σωτηριολογικὴ σχέση σου μὲ τὴν ἑορτή.
Ἐκεῖ συνειδητοποίησα γιὰ πρώτη φορά, ὅτι ἡ τήρηση τῆς τάξης εἶναι ἡ μήτρα τῆς εἰρήνης. Ἐκεῖ ἔνιωσα πόσο καθοριστικὰ διὰ τοῦ λειτουργικοῦ τύπου συγκροτεῖται ὁ ἱερουργός, ὁ ψάλτης, ὁ πιστός, ἐκκλησιαστικά, πνευματικά, καὶ ἑρμηνευτικά -γιὰ ὅποιον ψάλλει.
Συμπερασματικά, πρῶτον, ἡ λατρευτικὴ ἀναντίῤῥητα εἶναι ἡ πιὸ στέρεη τροφή, ποὺ μπορεῖ νὰ λάβει ἕνας ὀρθόδοξος· δεύτερον, ἡ τήρηση τοῦ λειτουργικοῦ τύπου ἀπαιτεῖ σωματικὸ κόπο· δὲν θὰ ἦταν ἄστοχο, νὰ ὁρίσουμε τὸν κόπο αὐτόν, σὰν ἕνα εἶδος ἀπαραίτητης λειτουργικῆς ἀσκητικῆς καὶ τρίτον, τὸ τυπικό, ἡ τάξη στὴν ἀκολουθία δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ εὐλογημένη συνήθεια· εἶναι κάτι πολὺ βαθύτερο, ποὺ ἔχει ἄμεσο καὶ ἀπόλυτο ἀντίκτυπο στὴν πνευματικὴ κατάσταση καὶ στὸ ὀρθόδοξο (ἢ ὄχι…) φρόνημά μας.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ὠφέλιμα γεννήθηκαν μέσα μου ἀπὸ τὶς λίγες ἀκολουθίες, καὶ ἀπὸ τὶς περισσότερες συζητήσεις μὲ τὸν π. Δοσίθεο. Παραμένω χρεώστης γιὰ τήν, ἐκ μέρους του, ἐπὶ ἴσοις ὅροις, φιλία, γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ τὴν τιμή, μὲ τὴν ὁποία ὡς ψάλτη μὲ περιβάλλει. Εὔχομαι νὰ πολυετεῖ, ὥστε νὰ «φαίνῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκία»!
Εὔχεσθε, φίλτατοι ἀναγνῶστες τοῦ παρόντος, ὅπως ὁ Κύριος μὲ ἀξίωσε τῆς ἐν κόσμῳ ἐκκλησιαστικῆς μυσταγωγίας, νὰ μὲ ἀξιώσει καὶ τῆς ἀνάλογης ἐν οὐρανῷ. Γένοιτο!