«Εὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας…» (Α΄ Κορ. 4.15)

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 2015 φίλος βρέθηκε στὴν κηδεία καὶ τὴν ταφὴ τοῦ μητροπολίτου Γερασίμου στὴν Κεφαλλονιά. Μοῦ ἀνέφερε ἔκπληκτος τὸ πλῆθος τῶν παρισταμένων ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κυρίως τὸν συγκλόνισε ἦταν οἱ πολυάριθμοι νέοι ἄνθρωποι, ποὺ ἀποσβολωμένοι στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, ἔκλαιγαν σιωπηλά. Γιατί ἔκλαιγαν; Προφανῶς γιατὶ ἔχασαν τὸν πατέρα τους καὶ ὀρφάνεψαν κατ᾽ ἄνθρωπον.

Μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς λέξεις ποὺ δεσπόζουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ καθημερινότητα εἶναι ἡ λέξη πατήρ, πάτερ, πατέρας.

Εἶναι μιὰ λέξη ποὺ ἀκούγεται σὲ κάθε ἀκολουθία, σὲ κάθε Θεία Λειτουργία: «Πάτερ» (ἡμῶν). Εἶναι μιὰ λέξη τόσο καθημερινή, ὅσο καὶ ὑπερκόσμια. Ὁ Θεὸς καλεῖται πατέρας. Οἱ ἅγιοι ποὺ χαράσσουν μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν βιοτή τους τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καλοῦνται πατέρες. Χάρη σ᾿ αὐτοὺς διαμορφώνεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, τὸ λεγόμενο πατερικὸ φρόνημα ποὺ ἐγγυᾶται τὸ ὀρθὸν τῆς πορείας μας πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

[Στὰ Συναξάρια δὲν ἀποκαλοῦνται παναγιώτατοι μήτε μακαριώτατοι μήτε πανιερώτατοι μήτε σεβασμιώτατοι μήτε θεοφιλέστατοι μήτε πανοσιολο­γιώ­τατοι μήτε πανοσιώτατοι μήτε αἰδεσιμολογιώτατοι μήτε αἰδεσιμώτατοι μήτε ἱερολογιώτατοι μήτε εὐλαβέστατοι μήτε ὁσιολογιώτατοι μήτε ὁσιώτατοι. Καλοῦνται ἁπλῶς πατέρες. Τὸ εἰδικὸ βάρος τῆς λέξης ἐπιβάλλει τὸ ἀπέριττο. Καὶ διὰ τοῦ ἀπερίττου ἐπισφραγίζεται τὸ ἀπόλυτο τῆς σχέσης πατρὸς καὶ υἱοῦ].

Στὴν ἴδια λογικὴ οἱ κληρικοί μας ὀνομάζονται πατέρες, ἀφοῦ ἔχουν λάβει διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ χάρισμα τῆς πατρότητος, διὰ τοῦ ὁποίου (ἀνα)γεννοῦν ἀνθρώπους στὴν πίστη καὶ ἀγωνίζονται νὰ τοὺς ἐνηλικιώσουν πνευματικά «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». (Εφεσ. 4.13)

Τί προσφέρει ὁ πατέρας στὸ παιδὶ κατὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας, ποὺ μελετᾶ τὰ ἀνθρώπινα; Προσφέρει παράδειγμα· προσφέρει σταθερότητα ἐπιλογῶν καὶ ἀρχῶν· προσφέρει τὴν ἀπαραίτητη αὐτοπεποίθηση τοῦ ὑγιοῦς βαδίσματος στὴ ζωή. Μὲ λίγα λόγια, ὁ πατέρας ἐγγυᾶται τὴν ἐνηλικίωση, τὴν μὲ ὡριμότητα ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ἀπὸ τὸ παιδί, τὴν κατὰ διαδοχὴν πατρότητα.

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει στὶς τάξεις της πολλοὺς διδασκάλους, «ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας». Διαθέτει πολλὰ στελέχη ποὺ φιλοδοξοῦν, χωρὶς ἐνδεχομένως τὴν ἀνάλογη προσωπική τους θυσία, νὰ γίνουν διδάσκαλοι τῆς κατὰ Θεὸν πορείας, ἔχει ὅμως λίγους ἀνθρώπους, στοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ στηριχτεῖ ὁ ἀρχάριος στὴν πίστη ποὺ ἀκόμα τρεκλίζουν τὰ γόνατά του, ὁ ἔφηβος ποὺ ἀναζητεῖ πυξίδα ζωῆς, ὁ ἔγγαμος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἀφθαρτοποιήσει τὸν γάμο του, ὁ μοναχὸς ποὺ διψᾶ νὰ τροφοδοτήσει τὴν μοναχική του κλήση, ὁ κληρικός ποὺ ἐπιζητεῖ οὐσιαστικὴ στήριξη στοὺς ὁραματισμοὺς καὶ τὶς καθημερινὲς ἀπογοητεύσεις του, ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ἔχει τόση ἀνάγκη πατρικοῦ ὤμου γιὰ νὰ θρηνήσει τὴν πτώση του καὶ νὰ θέσει θεμέλιο μετανοίας.

Μὲ λίγα λόγια ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀναζητεῖ τὴν ἀνάπαυση, τὴν καθοδήγηση, τὴν ἀγάπη· ἀναζητεῖ πατέρα. Κι ἕνα πρᾶγμα προσδοκοῦν μὲ ἄσβεστη τὴν ἐλπίδα οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ ἕνα κληρικό: πολιτεία πατρότητος, δηλαδὴ βαθειά, ἀταλάντευτη πίστη, ἀνδρεῖο φρόνημα, ἀνιδιοτέλεια κινήτρων, πατρικὴ στήριξη καὶ συμπόρευση.

Ἀκοῦμε συχνὰ ἀπὸ χείλη ἐπισκόπων γιὰ ὑποψηφίους κληρικούς: «Εἶναι καλὸ παιδί· θὰ τὸν χειροτονήσουμε (διάκονο, πρεσβύτερο, ἐπίσκοπο)». Καὶ χειρο­το­νοῦν στὴ συνέχεια αὐτὸ τὸ καλὸ παιδί ποὺ προσπαθεῖ κατόπιν νὰ ἐργαστεῖ στὴν ἐνορία ἢ τὴν ἐπισκοπή του. Κι ὅλο παραπονιέται, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν διακονοῦν (…) δὲν εἶναι ὅπως ἀνέμενε καὶ γιατὶ τὸν ἀμφισβητοῦν καὶ ὁ κατάλογος μὲ τά «γιατί» ὅλο καὶ μακραίνει, ἀφοῦ ὅπως λέει ἡ λαϊκὴ σοφία: «Τό «γιατί» τό ’σπειραν καὶ δὲ φύτρωσε»…

Τὸ μεῖζον πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν καὶ εἶναι ἡ ἔλλειψη παιδαγωγῶν «εἰς Χριστόν», εἶναι ἡ ἔλλειψη πατέρων, ἀνθρώπων δηλαδή ποὺ θὰ γίνουν κληρικοὶ ἀναλαμβάνοντας τὸν ρόλο τοῦ πατέρα, αἴροντας κηρυναϊκὰ τὴν εὐθύνη ποὺ τοὺς ἀναλογεῖ στὴν κατὰ Θεὸν διαπαιδαγώγηση τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους, μὲ μόνο σκοπὸ νὰ διακονήσουν τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων κι ὄχι ἁπλῶς νὰ διακονηθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ τὰ πάθη τους, ἀδιάβλητα ἢ καὶ διαβλητά… Ἔχει χορτάσει ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ «καλὰ παιδιά». Πατέρες ἀναζητεῖ ἐναγωνίως τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνδρωθεῖ κατά Θεόν, γιὰ νὰ καταφέρει ν᾿ ἀποφύγει «τὸ χαῦνον τοῦ θήλεως» ποὺ ἐξα­πλώνεται ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ καὶ φανερώνεται στὴν ἐπιζήτηση τῶν ἀνέσεων καὶ στὴν ἀποφυγὴ τοῦ σωτηριώδους κόπου, στὴν ὑποκριτικὴ συμπεριφορά, στὴν δειλία τῶν ἀποφάσεων, στὴν ὑστεροβουλία κατὰ τὴν προσέγγιση τοῦ ἀδελφοῦ.

Πατέρες ἀναζητεῖ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορεῖ μὲ θάρρος, ἐνίοτε καὶ θράσος, νὰ διεκδικεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως μέσα στὶς καθ᾿ ἡμέραν συγκρούσεις ἐφήμερων καὶ ἐφημεριακῶν συμφερόντων, γιὰ νὰ ὑπομένει μὲ ἀνδρεία τὶς θλίψεις τοῦ βίου, γιὰ νὰ ἐπουλώνει τὰ δήγματα τῶν ψευδα­δέλφων, γιὰ νὰ ὑπομένει τὸν ἴδιο τὸν Θεό, κατὰ τὴν ῥήση τοῦ ψαλμωδοῦ.

Ἐπιλογικὰ θὰ παραθέσω μιὰ πατρικὴ νουθεσία πνευματικοῦ πατρὸς ἀπὸ τὸ κλίμα τοῦ ὁσίου Σωφρονίου (Σαχάρωφ) σὲ φιλικὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο παιδιόθεν ἐπιθυμοῦσε τὴν ἱερωσύνη: «Γιὰ ποιό λόγο θέλεις νὰ γίνεις κληρικός; Γνώριζε ὅτι κληρικὸς σημαίνει πρωτίστως ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία σου προσωπικά, δηλαδή ἐνεργοποίηση τῆς γενικῆς ἱερωσύνης, ποὺ ἔχεις λάβει μὲ τὸ βάπτισμα, κι ἔπειτα ἀγάπη γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν σου, πρᾶγμα ποὺ χαρακτηρίζει τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Μόνο ἔτσι ὡς κληρικὸς θὰ ταυτιστεῖς μὲ τὸν Κύριο ὁ ὁποῖος «θέλει πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση ἡ εἰδικὴ ἱερωσύνη εἶναι βάρος δυσβάστακτο γι᾿ αὐτὸν ποὺ δὲν συνειδητοποιεῖ ὅτι τὸ νὰ εἶσαι ἱερέας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἀγῶνας καὶ ἀγωνία γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κινεῖται ὁ Θεός».

Ἂν ἡ (διοικοῦσα) Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται νὰ ἀναδείξει πατέρες, ἂν ἡ (διοι­κοῦ­σα) Ἐκκλησία φροντίζει νὰ προαγάγει στὸ ἀξίωμα τῆς πατρότητας μέλη της ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν γνήσια διάθεση πατρικῆς διακονίας τοῦ λαοῦ, τότε τὸ ἐπίγειο μέλλον Της προβλέπεται εὐοίωνο, ἐφόσον ἡ πατρότητα ἐγγυᾶται τὴν γέννηση νέων μελῶν καὶ τὴν αὔξηση τοῦ πλήθους τῶν πιστευόντων.

Στὸν ἀντίποδα, ἡ κακέκτυπη πατρότητα ποὺ μόνο τὴν τιμὴ πρὸς τὴν πατρική της ἱδιότητα γνωρίζει ν᾿ ἀποζητεῖ καὶ νὰ διεκδικεῖ (…), θὰ ὁδηγήσει μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια σὲ πνευματικὴ στειρότητα, σ᾿ ἕνα δημογραφικοῦ τύπου πρόβλημα ποσότητας καὶ ποιότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Μὴ γένοιτο…

Ὑ.Γ. Τὸ κείμενο εἶχε δημοσιευθεῖ παλαιότερα σὲ φιλικὸ ἰστότοπο

Ἀνάληψη

Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ τελευταία σκηνὴ τῆς ἐπὶ γῆς πα­ρου­σί­ας Του καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τῶν μα­θη­τῶν, τῆς Ἐκκλη­σίας δηλαδή, κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἰωάννη Φουντούλη. Ὁ Κύ­­ρι­ος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς οἰκονομίας, ὑψώ­νε­ται νικητὴς στὸ οὐ­ρά­­νιο βάθρο, ὁ Θεὸς Πατέρας τὸν ὑπο­δέ­χεται, ἐνῷ ἄγγε­λοι καὶ ἄνθρωποι τὸν δο­ξο­­λο­­γοῦν σὰν θριαμβευτή. Μαζί Του θριαμ­βεύει ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώπινο γέ­νος, ἀφοῦ «ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολοσ. 3.1) μὲ τὸ ἀν­θρώ­πινο σῶμα Του, τὴν θεω­θεῖ­σα σάρκα, ὅπως περιγράφουν καὶ οἱ ὕμ­νοι τῆς ἑορτῆς. Ταυτό­χρονα, ὁ Κύριος δίνει τὴν ὑπόσχεση στοὺς μαθητές, ὅτι δὲν θὰ τοὺς ἀφήσει ὀρφανούς, ἀλλὰ θὰ στείλει τὸν Παράκλητο, γιὰ νὰ συ­νο­δεύει τὴν Ἐκκλησία «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28.20).