Αὐτὸ ποὺ (θὰ ἔπρεπε νὰ) δεσπόζει στὴν Ἐκκλησία, εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πολὺ ἁπλὰ διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Τὸ νὰ εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει αὐτονόητα, ὅτι ἔχει οὐσιαστικὴ καὶ ὑπαρκτὴ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
Ὅλα τὰ ἄλλα, εὐλαβεῖς συνήθειες, κανόνες, ἤθη, κ.λπ. ὑπάρχουν ὡς ὁδηγοὶ καὶ ὑπηρέτες αὐτῆς τῆς σχέσης. Ὅταν αὐτονομοῦνται, εἰδωλοποιοῦνται.
Μὲ ἄλλα λόγια μπορεῖ νὰ καταλήξουμε νὰ λατρεύουμε ὄχι τὸν Κύριο, ἀλλὰ τὴν νηστεία, τὴν ἄσκηση, τὴν πνευματικὴ μελέτη, τὴν προσευχή, ἀκόμη καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, φαινόμενο ποὺ δυστυχῶς ἰσχύει σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ἔκταση. [Τὸ φαινόμενο αὐτὸ παρεμπιπτόντως καλεῖται εὐσεβισμός.]
Σὲ τελικὴ ἀνάλυση χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ στέκεται διαρκῶς ἀπέναντι στὸν Χριστὸ σὲ μιὰ ἀγαπητική, εἰλικρινῆ λατρευτικὴ κίνηση καὶ στάση. Ἀκόμη καὶ ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως θὰ εἶναι μιὰ τέτοια τοποθέτηση.
Ἂν ἀντέχουμε νὰ στεκόμαστε ἀπέναντι στὸν Χριστὸ μὲ ἀγάπη καὶ ἁπλότητα, παρόλη τὴν ἁμαρτωλότητά μας, αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ κριτήριο τῆς χριστιανικότητάς μας. Ἂν δὲν ἀντέχουμε καὶ δὲν ζοῦμε τὸν χριστιανισμό μας ὡς μιὰ τέτοια ἀμφίδρομη σχέση, τότε ἡ πνευματικότητά μας μᾶλλον εἶναι προβληματικὴ καὶ ἡ χριστιανικότητά μας τοὐλάχιστον ἀνώριμη.
Μόνη μας ἐλπίδα, μόνο μας πρότυπο, μόνος οὐσιαστικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, ἔστω «ἱερά», ἔστω «εὐσεβῆ» μποροῦν νὰ ἀποβοῦν ἀπὸ παραπλανητικὰ ἕως καὶ ἐπικίνδυνα…