Ἕνα θαυμάσιο κείμενο τοῦ φίλου καὶ πολλὰ ὑποσχόμενου νέου (παν)ἐπιστήμονα Ἀλέξανδρου Λιαρμακόπουλου
Ἡ ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μὲ τὸν λοιμὸ ἀποτελεῖ μία ὄχι συχνὴ ἀλλὰ σταθερὰ ἐπαναλαμβανόμενη ἀπειλὴ στὸν ροῦ τῆς ἱστορίας. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄνιση μάχη ὁ μὲν ἀνίσχυρος ἄνθρωπος στρέφει τελικῶς τὴν ἐλπίδα σωτηρίας του πρὸς τὸν Θεό, τὸν ἰατρὸ ὄχι μόνο τῶν ψυχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν σωμάτων, ἡ δὲ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς δέχεται σὲ κάθε τέτοια περίπτωση αἰφνίδια ἐκμηδένιση, ἀδημονώντας μὲ τὰ ἀνεπαρκῆ διαθέσιμα μέσα νὰ ἀντιμετωπίσει ἕνα κάθε φορὰ πρωτόγνωρο θανάσιμο κίνδυνο, ὁ ὁποῖος πάντοτε τὴν κατατροπώνει ἀφήνοντας στὸ πέρασμά του δυσαρίθμητα ἄπνοα θύματα.
Τὸ μέγα τραῦμα τοῦ λοιμοῦ ἀποτυπώθηκε σὲ κάθε πτυχὴ τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καὶ ἔτσι διασῴζεται σὲ πλεῖστα τεκμήρια διαθέσιμα πρὸς ἔρευνα. Τέτοιες ἄκρως ἐνδιαφέρουσες περὶ λοιμοῦ μαρτυρίες ἀνευρίσκονται ἀκόμη καὶ στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στὸν ᾀσματικὸ κανόνα «εἰς ἀπειλὴν λοιμικῆς ἀσθενείας» (Goar I., Rituale Graecorum, Venetiis, 1730, σ. 627 κἑξ.), ὅπου διεκτραγῳδεῖται ἡ φρικτὴ ἐπέλαση τοῦ λοιμοῦ ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν πρώτων συμπτωμάτων τοῦ πυρετοῦ («Φλογίζει ἡ κάμινος, ἀμέτρων πόνων, καὶ κατακαίει με· πυρετοῦ λοιμικῆς τε, ἡ φλὸξ ἀπαύστως ἡ ἀναιδέστατος») μέχρι τὸν τελικὸ οἰκτρὸ θάνατο τῶν ἀβοήθητων ἀσθενῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκλιπαροῦν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ πολυτιμότατο ἀγαθὸ τῆς σωματικῆς ὑγείας («Ὀδυνηρῶς στενάζομεν, ἀπὸ κλίνης ὀδύνης ἡμῶν, καὶ ἀπὸ λοιμώδους, ἀσθενείας κράζομεν, πρὸς σὲ τὸν φιλάνθρωπον· τὰ τῆς καρδίας ὄμματα, νῦν ἀναπετῶντες, τὴν ὑγείαν αἰτοῦμεν»). Κατωτέρω θὰ ἀναφερθεῖ ἐνδεικτικὰ πῶς ἀποτυπώνεται ἡ ἐπέλαση τοῦ λοιμοῦ, οἱ προσομοιάζουσες σὲ πόλεμο περιγραφές, ἡ κοινωνικὴ ἀποστασιοποίηση ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπεγνωσμένες ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου πρὸς σωτηρία μέσα ἀπὸ ἕνα παρακλητικὸ κανόνα (στὸν ἅγιο Χαράλαμπο [βλ. Συναξαριστὴς δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, ΙΙ, Βενετία, 1819, σ. 168-172]) ἑνὸς ἁγίου καὶ σοφοῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὴν Νάξο, τοῦ Νικοδήμου Καλιβούρτζη (1749-1809).
Ὁ ὑμνογράφος περιγράφει τὴν τάχιστη μεταδοτικότητα τοῦ λοιμοῦ σημειώνοντας κατὰ τὶς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του ὅτι ὁ μολυσμὸς ἐπελαύνει ἀκόμη καὶ διὰ τοῦ ἀέρος («τὸν διεφθαρμένον ἀέρα λοιμοῦ…, ὃν ἀναπνέοντες, τὴν γῆν οἱ ταύτην οἰκοῦντες, θάνατον ἐπώδυνον τάχος λαμβάνουσιν.») καὶ ἔχει ὡς χαρακτηριστικὸ σύμπτωμα τὸν φλογερὸ πυρετό («Ὁ φλογίζων πανώλης, καὶ τὴν φλογερὰν προσλαβόμενος ἔξωθεν, ὥραν τὴν τοῦ θέρους, Βαβυλῶνος ὡς κάμινος γέγονεν, ἐμπιπρῶν αὐτίκα, τοὺς ὑπ᾿ αὐτοῦ κατεχομένους.»). Εἶναι τόσο ἀπρόβλεπτη ἡ μετάδοση τοῦ θανατηφόρου λοιμοῦ, ὥστε οἱ ἄνθρωποι περιδεεῖς ἀντιλαμβάνονται νὰ τοὺς περικυκλώνει ἀβοήθητους ὁ ἰός, ὥστε μόνος σύμμαχος νὰ τοὺς ἀπομένει ὁ φόβος («Πολλοῖς ἐν κακοῖς, κυκλούμεθα οἱ τάλανες, ἐντεῦθεν λοιμοῦ, τῷ φόβῳ συνεχόμενοι»). Αὐτὸς δὲ ὁ τρόμος εἶναι ἀπολύτως δικαιολογημένος, ἀφοῦ ἡ λοιμικὴ ἀσθένεια ἐπιτίθεται ἀοράτως σὲ ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας καὶ δὲν σπλαγχνίζεται οὔτε κἂν τὰ ἔφηβα παιδιά («…μάχαιραν…, τὴν ἡβηδὸν τοὺς πάντας ἀποσφάττουσαν, ἤδη ἀοράτως…»). Ἡ ἐπιδρομὴ τοῦ αἱμοδιψοῦς καῖ ἀνθρωποφάγου λοιμοῦ («…ὁ λοιμὸς ὡς πάνθηρ…») ἔχει ἀμέτρητα θύματα, τὰ ὁποῖα θρηνολογοῦν οἱ ἐναπομείναντες στὴν ζωή («...τῶν κοπετῶν… καὶ τῶν θρήνων, οὕσπερ οἱ οἰκέται σου, ἐπὶ νεκροῖς ποιοῦσιν αὑτῶν»), ἂν καὶ συχνὰ ὡς τραγικὸ θέαμα μένουν ἀκήδευτα καὶ ἄταφα πτώματα παραδομένα στὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ σαρκοβόρα ὄρνεα («πτώματα γὰρ τούτων, πολλάκις μένουσιν ἄταφα, ὀρνέοις καὶ θηρίοις, οἴμοι κείμενα βρῶσις· συμφορὰν…»).
Παντοῦ βασιλεύει ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀπειλή του ἐνεδρεύει σὲ ἰδιωτικὰ ἢ δημόσια μέρη, σὲ ἀνοικτοὺς ἢ κλειστοὺς χώρους, σὲ πυκνοκατοικημένες ἢ ἀραιοκατοικημένες περιοχές («Θάνατος γὰρ ἐν οἴκοις, θάνατος ἐν πλατείαις, καὶ ἐν πόλει καὶ κώμῃ νῦν θάνατος.»). Μόνος λοιπὸν τρόπος προλήψεως καὶ διαφυγῆς τοῦ θανάτου ἀναδεικνύεται ὁ πρόσκαιρος ἀποχωρισμὸς καὶ ἡ ἀπομόνωση τῶν ἐπιζώντων («Ἔχωρίσθημεν -οἴμοι!- ἀναστροφῆς… καὶ ἐπιμιξίας ἁπάσης ἀλλήλων εἴρχθημεν, πανώλους δείματι…»), οἱ ὁποῖοι προσμένουν τὴν ἀποπομπὴ τοῦ κακοῦ καὶ τὴν μεταξύ τους ἐπανασύνδεση («…πανώλους δείματι· σὺ οὖν ἐκ μέσου ποιήσας, τοῦτον ἡμᾶς ἕνωσον αὖθις...»). Ἔτσι, ἀναγκάζονται ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ἐφαρμόσουν κατ᾿ οἶκον περιορισμὸ καὶ διακοπὴ κάθε εἴδους ἐργασίας ἢ ἄλλης δραστηριότητας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φθάνουν στὸ ἔσχατο σημεῖο ἐξαθλίωσης στερούμενοι χρημάτων, καθὼς καὶ τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων πρὸς τὸ ζῆν («…λοιμοῦ, τῷ φόβῳ συνεχόμενοι· ἐκεῖθεν δὲ κατεχόμενοι, συγκλεισμῷ καὶ στερούμενοι, τῶν ἀναγκαίων…»).
Ὁ λοιμὸς ἔχει ἐπιφέρει συνταρακτικὴ ἀναστάτωση ὄχι μόνο στὸν προσωπικὸ βίο ἀλλὰ καὶ γενικότερα στὴν κοινωνικοπολιτικὴ ὀργάνωση τῶν ἀνθρώπων («Ἠρημώθη, ἡ πόλις ἡμῶν πᾶσα, καὶ αἱ κῶμαι, ἐγένοντο νῦν πόλεις καὶ ἐρημίαι, κατοικίαι ὤφθησαν, τοῦ λοιμοῦ τῷ φόβῳ»), οἱ ὁποῖοι ἐγκαταλείπουν τὶς κατοικίες τους καὶ περιπλανώμενοι προσπαθοῦν νὰ ἀναζητήσουν σωτηρία σὲ ἀκατοίκητους καὶ ἔρημους τόπους μακριὰ ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους τους («ἰδοὺ γὰρ πάντας ὁ νῦν λοιμός, ἀοίκους πλανήτας, ἀνέδειξε καὶ ἀπόλιδας»). Ὅλη βέβαια αὐτὴ ἡ τραγῳδία, ποὺ βιώνει ἡ ἀνθρωπότητα, ἐκλαμβάνεται ὡς ἐπιβολὴ ποινῆς καὶ ἀπότιση προστίμου γιὰ τὴν ἀσέβεια, ἡ ὁποία ἐπλεόνασε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἤγειρε τοῦ Θεοῦ τὴν παιδευτικὴ ὀργὴ μεταμορφούμενη σὲ λοιμικὴ ἐπιδημία («διὰ τοῦτο πρόστιμον καὶ ποινήν, τὸν θάνατον νῦν εὕρομεν, καὶ τὴν τοῦ πανώλους διαφθοράν»).
Τὰ ἀνωτέρω θὰ μποροῦσαν ὡστόσο νὰ ἐπαληθευτοῦν καὶ νὰ συμπληρωθοῦν μὲ πληροφορίες ἀρυόμενες ἀπὸ μία «εὐχὴ εἰς πληγὴν θανατικοῦ» (Goar, σ. 629-630) φερομένη ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθέου Κοκκίνου (1353-1355 καὶ 1364-1376). Ἐκεῖ περιγράφεται μὲ τὰ μελανότερα χρώματα τὸ πέπλο τῆς τρομοκρατίας τοῦ λοιμικοῦ θανάτου («Φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ σκότος ζοφερὸς τοῦ φοβεροῦ τούτου θανάτου πάντας ἐκάλυψεν.»), ποὺ ἔχει κάνει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίο ἀβίωτο κατὰ τὴν ἀρχαία παροιμία (βλ. Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, 969: «ἀβίωτον εἶναί μοι πεποίηκε τὸν βίον»), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παρωθοῦνται κάποιοι στὸν θάνατο ὄχι ἀπὸ τὴν σωματικὴ ἀσθένεια ἀλλὰ ἀπὸ μόνη τὴν ψυχολογικὴ πίεση ἐνώπιον τοῦ φόβου, μήπως τυχὸν ἀσθενήσουν καὶ τότε ὑποβληθοῦν σὲ αὐτὴν τὴν φρικτὴ δοκιμασία, ἕως ὅτου ξεψυχήσουν («Οὐδὲ οἱ ζῶντες καὶ φαινόμενοι ζῆν ἤδη νομίζομεν· τῷ φόβῳ τῆς φοβερᾶς ταύτης πληγῆς μικροῦ καὶ ἑαυτοῖς ἀπιστοῦμεν· τὸ τοῦ θανάτου σύμβολον καὶ πληγὴν ἔχειν ἕκαστος ἐν ἑαυτῷ φανταζόμενος, καὶ πρὸ τοῦ θανάτου τῷ δέει τοῦ θανάτου χαλεπῶς ἀποθνῄσκοντες.»). Μέσα σὲ τέτοια γενικὴ κατάρρευση ἀκόμη καὶ τῶν βασικῶν ἀρχῶν τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ἀξιοπρέπειας δὲν προφθαίνουν οἱ ζωντανοὶ νὰ θρηνήσουν τοὺς νεκροὺς καὶ χωρὶς πρόθεση, ἐκφορά, ἐξόδιο ἀκολουθία καὶ τὰ καθιερωμένα ἐπιτελεύτια ἔθη τὰ θύματα τοῦ λοιμοῦ στοιβάζονται σωρηδὸν σὲ ὁμαδικοὺς τάφους («Οὐ φθάνομεν… τοὺς τελευτῶντας ὡς ἔθος θρηνεῖν οἱ προσήκοντες, καὶ τὸ τέλος ἡμῶν φθάνει, καὶ ἄλλους ἐπιζητοῦμεν τοὺς θρηνοῦντας, καὶ κοινῷ τῷ τάφῳ παραδιδόμεθα.»). Ἐφόσον παντοῦ καραδοκεῖ ἡ ἀπειλὴ τοῦ λοιμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἀπέλπιδες ἔχουν φύγει ἀπὸ τὶς ἑστίες τους ἀφήνοντας ἕρημες τὶς πόλεις, ἔχουν ἐγκαταλείψει τὶς ἐργασίες τους καὶ ἡ οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ζωὴ ἔχει παραλύσει, ὡς πρὸς δὲ τὸν θρησκευτικὸ τομέα ἔχουν σχεδὸν παύσει οἱ ἑορτὲς καὶ οἱ ἀκολουθίες, ἀφοῦ τὸ ποίμνιο μὲ τοὺς ποιμένες του ἔχει διασκορπισθεῖ («Ἐξηρήμωνται πόλεις, ἠφανίσθησαν ἀγοραί, ἱεραὶ πανηγύρεις καὶ τελεταὶ καὶ θείων ὕμνων συστήματα τῷ πλείονι μέρει κατεσιγάσθησαν»).
Μέσα λοιπὸν ἀπὸ μία ἁπλῆ σταχυολόγηση πληροφοριῶν ἀπὸ τὴν ὑμνογραφία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν βοήθεια εὐχολογιακῶν κειμένων διαφαίνεται ὅτι ὁ λοιμὸς σκορπίζει ἀφειδῶς τὸν ὄλεθρο στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀνίκανο νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν θάνατο δαπανᾷ τὶς ἐλάχιστες δυνάμεις του ἐξαιτούμενο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπιποθώντας τὴν ἀνάσχεση τοῦ λοιμοῦ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν εἰρηνικὴ ζωή.