Ὁμιλία καταληκτήριος

(κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Κυριακῆς 12 Σεπτεμβρίου 1982

εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου)

ὑπὸ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος

Μελίτωνος Χατζῆ

Προέδρου τῆς Β΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως

(ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὸ Σαμπεζὺ τῆς Ἐλβετίας, 3-12 Σεπτεμβρίου 1982

καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου)

«Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ἡ ὁμιλία αὕτη ἀπευθύνεται, ὄχι πρὸς τὴν Προσυνοδικὴν Πα­ν­ορ­θόδοξον Διάσκεψιν, ἀλλὰ πρὸς σᾶς, τοὺς ἀγαπητοὺς ὀρ­θο­δόξους χρι­στι­α­νούς, ποὺ ἀντιπροσωπεύετε ἐδῶ αὐτὴν τὴν στιγ­μὴν τὸ εὐσεβὲς πλήρω­μα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἐνώπιόν σας, μαζί σας, ἀνοίξαμε αὐτὴν τὴν Διάσκεψιν, μα­ζί σας, ἐνώπιόν σας, καὶ τὴν κατακλείομεν. Καὶ κατακλείο­μεν τὴν Πανορθόδο­ξον Διάσκεψιν μὲ πανορθόδοξον εὐχαρι­στι­α­κὴν σύναξιν, μὲ τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἱεροῦ Χρυσο­στόμου.

Αὐτὴ ἡ Θεία Λειτουργία μας, ποὺ τελεῖται ἀπὸ τὸν κα­νονικὸν ὀρθόδοξον ἐπίσκοπον, ἢ κατ’ ἐξουσιοδότησίν του ἀπὸ τὸν κανονικὸν ὀρθό­δοξον ἱερέα, ἡ κοινωνία μας εἰς τὴν Εὐχα­ριστίαν, εἶναι τὸ θεμέλιον καὶ τὸ κορύφωμα, εἶναι τὸ ἅπαν τῆς Ὀρθοδοξίας μας.

Μὲ αὐτὴν ἐκφράζεται ἡ ὀρθὴ χριστιανικὴ πίστις καὶ ἡ κα­νονικὴ τάξις τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὴ συμπληρώνει καὶ ὁ­λο­κληρώνει καὶ ὑ­περ­βαίνει κάθε πανορ­θόδοξον συνάντησιν καὶ σύσκεψιν καὶ διάσκεψιν. Αὕτη εἶναι ὁ στέφανος τῶν Οἰκου­με­­νικῶν Συνόδων. Καὶ ὅταν αὐταὶ αἱ Σύνοδοι, δὲν συγκροτοῦ­νται, καὶ ὅταν Πανορθόδοξοι Διασκέψεις δὲν πραγ­ματοποιοῦ­νται, ἡ Ὀρ­θοδοξία συνεχίζει τὴν λειτουργίαν τοῦ μυστη­ρίου τῆς Ἐκ­κλη­σίας, τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστο­λικῆς Ἐκκλη­σίας τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεώς μας. Συνεχίζει τὸ κήρυγμα τῶν δύο πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως, τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, καὶ εὐαγγελίζεται εἰς τὸν κόσμον τὸν Λυ­τρω­τήν του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, μὲ αὐτὴν τὴν Θεί­αν Λειτουργίαν.

Ὅ,τι ἐτελέσαμεν εἰς τὴν Διάσκεψίν μας καὶ ὅ,τι παρελεί­ψαμε, τὴν καλὴν πρόθεσιν καὶ τὴν ἀδυναμίαν μας, τὴν θλῖψιν καὶ τὴν ἐλπίδα μας, ὅλα τὰ προσεκομίσαμε μαζὶ μὲ τὰ Τίμια δῶρα καὶ τὰ κατεθέσαμεν εἰς τὸ Θυσιαστήριον καὶ παρεκα­λέ­σαμε τὸν Κύριο, ποὺ ἦλθε καὶ εἶναι ἐδῶ ὁλόσωμος ἐπάνω εἰς αὐ­τὸ τὸ Θυσιαστήριον, νὰ τὰ μετουσιώσῃ εἰς ζωὴν τῆς Ἐκκλη­σί­ας, τὴν ὁποίαν Ἐκεῖνος ἵδρυσε μὲ τὸ τίμιόν Του αἷμα, τὸ ἐκχυ­θὲν ὑπὲρ τῆς του κόσμου σωτηρίας.

Καὶ ἐτελέσαμεν τὴν ἱερουργίαν αὐτὴν ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἐπισκό­πων καὶ τῇ κοινωνίᾳ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Τοῦτο εἶναι θαυμαστὸν πλήρωμα λειτουργικῆς ἑνότητος, ποὺ θαυ­μα­στῶς ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἑνιαῖ­ον τῆς Ὀρθοδο­ξίας.

Ἀδελφοί,

Πρώτιστα αὐτὸ τὸ ἑνιαῖον τῆς Ὀρθοδοξίας ἦτο τὸ κύριον μέλημά μας, νὰ ἐκφράσωμεν εἰς αὐτὴν τὴν Πανορθόδοξον Διά­σκεψιν, μαζί σας, ἔτσι ὅπως εἴμεθα ἐδῶ μαζί σας, ὄχι χωρὶς τὴν κατανόησίν σας καὶ τὴν γνώμην σας, ὄχι ἔξω ἀπὸ τὴν πραγ­μα­τικότητά σας καὶ τὰ προβλήματά σας. Αὐτὰ ποὺ λέγω τώρα εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν διατυπώ­νονται ὡς ἑξῆς: ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ συνείδησις τῆς Ὀρ­­θοδόξου Ἐκ­κλη­σίας (ὅπου μέσα εἰς τὸν ὅρον Ἐκκλησία περικλείεται ὅλη ἡ ἔννοια, δηλαδὴ περικλείεσθε καί ’σεῖς, τὸ πλήρωμά της).

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Δὲν πρόκειται νὰ σᾶς ἀπασχολήσω ἐδῶ τώρα μὲ τὰς λε­πτο­μερείας τῶν ἐργασιῶν τῆς Διασκέψεώς μας. Αὐτὰ θὰ τὰ πλη­ροφορηθεῖτε ἀπὸ τὸ Ἀνακοινωθέν, ποὺ ἐξεδόθη χθὲς καὶ ἀ­ναφέρει λεπτομερῶς καὶ τὰ θέματα καὶ τὰς ἀπόψεις μας.

Ἐκεῖνο ποὺ θεωρῶ ἀπαραίτητο καὶ ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς μετα­δώ­σω ἀμέσως μετὰ τὴν Διάσκεψιν εἰς τὴν πρώτην αὐτὴν ἐδῶ συνάντησιν καὶ ἐπικοινωνίαν της, μὲ σᾶς, τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκ­κλη­σίας εἶναι τοῦτο: ὅτι ἐδῶ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην φο­ράν, αὐτὴν τὴν φοράν, ὁλοφάνερα ἐσυνειδητοποιήσαμεν ὡς ποι­μαίνουσα καὶ διοικοῦσα Ἐκκλησία, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προοδεύσωμεν πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, πρῶτον, χωρὶς τὴν ἄῤῥηκτη ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί, δεύτερον, χωρὶς νὰ σᾶς συμβουλευθοῦμε, χωρὶς νὰ ἔχουμε τὴν γνώμην σας.

Ἐδῶ, αὐτὴν τὴν φοράν, πέραν ἀπὸ τὰς μετριόφρονας ἐκ­κλη­σια­στικάς μας ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας μας διατάξεως, ἐκάναμε τὴν σπουδαιοτέραν ἀνακάλυψιν ὅτι ὑπάρχετε καί ’σεῖς, τὸ πλή­ρωμα, ὄχι βέβαια μὲ τὴν ἔννοιαν τῶν ὀλίγον-πολὺ εὐσεβῶν ἀνθρώ­πων, ποὺ τοὺς ἀξίζει κάθε σεβα­σμός, κάθε τιμὴ καὶ κάθε ἔπαινος, ἀλλὰ ὅτι ὑπάρχετε καί ’σεῖς, τὸ πλήρωμα μὲ τὴν πλήρη ἔννοιαν, ’σεῖς ὅλοι ποὺ σᾶς ἐβαπτί­σαμεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος εἰς τὴν κολυμβήθραν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ μετὰ δὲν σᾶς ἐκατηχήσαμε, περιορισθέντες εἰς τὸ Πιστεύω τοῦ ἀναδόχου, ἀλλὰ σᾶς ἐγκαταλείψαμε εἰς τὴν τύχην σας. Καὶ εἴπαμε. Δὲν τὸ λέγω ἐγώ. Τὸ λέγει τὸ νόημα τῆς Διασκέψεως, τὸ λέγει τὸ πνεῦμα τῆς Διασκέ­ψεως: νὰ σᾶς ζητήσουμε συγγνώ­μην.

Αὐτὸ εἶναι σπουδαία ἀνακάλυψις καὶ σπουδαῖο ξεκίνημα. Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ. Διὰ τοῦτο ἀκόμη εἴπαμε ὅτι πρέπει νὰ ἀρχί­σου­με διάλογον μαζί σας. Ὄχι ἕνα γενικὸν καὶ ἀόριστον διάλο­γον. Ἀλλὰ διάλογον ποιμένος καὶ ποιμνίου σὲ κάθε τόπο, δη­λαδὴ σὲ κάθε ἐνορία, σὲ κάθε χωριό, σὲ κάθε πόλη, σε κάθε Μητρόπολη, σε κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκ­κλη­σία. Διάλογο ἀπὸ τὰς ῥίζας πρὸς τὰ ἐπάνω. Αὐτὴ ἀνεγνωρίσαμεν ὅτι εἶναι ἡ εὐθύνη μας, τῶν ποιμένων, τῶν ἐπισκόπων.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω τώρα εἶναι ὄχι ἡ ἑρμηνεία, ἀλλὰ ἡ συνοπτικὴ ἔκφρασις τοῦ πνεύματος, τοῦ πράγματος τῆς Διασκέψεως. Θὰ τὸ διαπιστώσετε ὅταν θὰ δημοσιευθοῦν τὰ Πρακτικά.

Τὴν τεχνικὴν τοῦ διαλόγου, τὴν μέθοδόν του, θὰ τὴν με­λετ­ήσῃ καὶ θὰ τὴν φροντίσῃ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ κάθε ὑπεύθυνος ποιμήν. Ὅμως κανείς μας δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀγνοήσῃ τὴν ἐξέλιξιν τῆς ἐποχῆς μας εἰς τὴν μεθοδολογίαν τῶν δια­λό­γων. Κανείς μας δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀγνοήσῃ πλὴν ἐκείνων ποὺ ἔχουν αὐταρέσκειαν καὶ αὐτάρκειαν καὶ ἐπιμένουν νὰ παραμέ­νουν ὑπὸ ὑάλινον κώδωνα, ἣ μέσα εἰς τὸ ὀχυρὸν τῆς ἀνασφα­λοῦς ἀσφαλείας τοῦ παραδεδομένου, ἁπλῶς καὶ μόνον διότι αὐτὸ ὑπαγορεύει τὸ συμφέρον των, αἱ σκοπιμότητες καὶ αἱ ἐπι­διώξεις των. Κανείς μας, λέγω, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀγνοήσῃ σ’ ἕνα οὐσιώδους σημασίας διάλογο τὴν σπουδαιότητα τῆς θέσεως δύο ἀποφασιστικῶν θεσμῶν ποὺ διαμορ­φώ­νουν εἰς τὸν σύγ­χρο­­νον κόσμον τὴν κοινὴν γνώμην, δηλαδὴ τοῦ θεσμοῦ τῶν δη­μοσίων σχέσεων καὶ τοῦ θεσμοῦ τῶν μέσων μαζικῆς πληρο­φο­ρήσεως.

Κατέρχομαι ἀπὸ ἀνάγκην εἰς τὰς λεπτομερείας αὐτὰς πρῶτον διὰ νὰ ὑπενθυμίσω εἰς τὸν ἑαυτόν μου καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μου συμποι­μένας μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὡρισμένοι ἐκ τῶν συνέδρων μὲ πολὺν ῥεαλι­σμὸν καὶ παῤῥησίαν ἀπεκάλεσαν νεομε­σαιω­νικὴν ἀντίληψιν καὶ τρόπον ἀντιμετωπίσεως ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἰτημάτων τῆς ἐποχῆς μας. Ποίας δὲ ἐποχῆς; Μιᾶς ἐποχῆς ποὺ ὅλα ἀμφι­σβητοῦνται, ὅλα προκαλοῦνται, ὅλα συζητοῦνται καὶ ὅλα δια­κυ­βεύονται. Μιᾶς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἀντίχριστος χρη­σι­μοποιεῖ ὅλην αὐτὴν τὴν τεχνικὴν καὶ τὴν ἀξιοποιεῖ μὲ σατα­νικὴν μέν, ἀλλ’ ὅμως εὐφυΐαν, μέχρι τοῦ εὐφυεστάτου σημείου ἀξιοποιήσεως καὶ τοῦ ποδο­σφαι­ρικοῦ γηπέδου. Ποῖος ἐπίσκο­πος ἀπὸ ἡμᾶς κατώρθωσε νὰ συλλάβῃ αὐτὸ τὸ μυστικὸν τοῦ ποδοσφαιρικοῦ γηπέδου; Καὶ ποῖος κατώρθωσε νὰ στρέψῃ τὸν πόλον τῆς ἕλξεως ἀπὸ τοῦ γηπέδου τούτου πρὸς τὴν ἐκ­κλη­σίαν του; Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερον ἐρώτημα εἶναι τοῦτο: ποῖος ποιμὴν ἐνδιαφέρθηκε καὶ ἀσχολήθηκε καὶ ἐργάσθηκε, ὥστε νὰ κερδίσῃ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ αὐτὰ τὰ εἴδωλα τῆς συγχρόνου κοινῆς γνώ­μης, τοὺς ποδο­σφαι­ριστάς, καὶ νὰ τοὺς μετατρέψῃ, καὶ εἰς αὐτὸ τὸ γήπεδον, σὲ ἀποστόλους καὶ κήρυκας;

Ἀλλά, ἀδελφοί, δὲν θὰ μὲ ἀρκέσῃ ὁ χρόνος διὰ νὰ διηγη­θῶ τὸν νεο­με­σαιωνισμόν μας.

Αὐτὰ ὡς μήνυμα τῆς Διασκέψεώς μας.

Καὶ τώρα ἔρχομαι εἰς τὸ δεύτερον σημεῖον τῆς ὁμιλίας μου, εἰς τὸ μήνυμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ εἶναι κοφτερὸς πε­ρισ­σότερο ἀπὸ κάθε κοφτερὸ μαχαίρι (πρβλ. Ἑβρ. 4.12), μαχαίρι ὄχι θανατηφόρο, ἀλ­λὰ σωστικῆς ἐγχειρήσεως, μαχαίρι χειρουρ­γοῦ.

Λέγει, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴν περικοπὴν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου μὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ: «οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (Ἰω. 3.17).

Λέγει, λοιπόν, ὁ υἱὸς ὁ Χριστός: ὁ Θεὸς δεν μ’ ἔστειλε ἐμένα, τὸν Υἱὸ Του, διὰ νὰ σᾶς κρίνω καὶ νὰ σᾶς καταδικάσω, ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς σώσω. Ὄχι μόνον σᾶς, ἀλλὰ ὅλον τὸν κόσμον, ὅλον τὸν κόσμον νὰ μὴ τὸν κρίνω, νὰ μὴ τὸν καταδικάσω τώρα, ἀλλὰ τώρα νὰ τὸν σώσω.

Ἐμεῖς παρερμηνεύσαμε τὴν πρώτη αὐτὴ παρουσία τοῦ Κυ­ρίου εἰς τὸν κόσμον ὡς παρουσία «κρίσεως, κατακρίσεως καὶ κα­ταδίκης». Καὶ ἐγίναμεν ὡς κήρυκες τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ εὐ­αγ­γελίου Του, τοῦ βασι­λέ­ως βασιλικώτεροι, τοῦ Χριστοῦ χρι­στό­­τεροι, ἐγίναμε περισσότερο κριταὶ καὶ ὀλιγώτερον εὐαγγε­λισταὶ σωτηρίας. Καὶ ἐδρέψαμε τοὺς καρπούς: εἴμεθα ὑπὸ τὴν κρίσιν ἐκείνων τοὺς ὁποίους ἐκρίναμεν. Ἡμεῖς, ὄχι ὁ Κύριος. Διότι ὁ λόγος Του εἶναι ὁ ἴδιος, σαφὴς καὶ ἀναλλοίωτος: ἐγὼ δὲν ἤλθα διὰ νὰ σᾶς κρίνω, ἤλθα διὰ νὰ σᾶς σώσω.

Ἡ πρώτη του παρουσία εἶναι παρουσία σωτηρίας καὶ ὄχι κρίσεως. Βέβαια, θὰ ἔλθῃ καὶ ἡ δευτέρα παρουσία Του. Ἐκείνη θὰ εἶναι ἡμέρα κρίσεως ὅλων. Δὲν αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκην νὰ ἐπεκταθῶ σὲ ἀνάπτυξη αὐτοῦ τοῦ δευτέρου εὐαγγελικοῦ μη­νύματος. Εἶναι τόσο καθαρό, τόσο ἁπλό, τόσο ἐπιγραμματικό, τόσο δυνατὸ καὶ τόσο κοφτερὸ ποὺ πράγμα­τι μᾶς καθαρίζει, μᾶς θεραπεύει καὶ δίδει τὴν ὑγεία ποὺ ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση τοῦ καρκίνου. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μήνυμα καὶ ἕνα κήρυγμα γενικὸ ποὺ ἀ­πευ­θύνεται πρὸς τὸν κάθε χριστιανό, τὸν κάθε πιστό, τὸν κάθε ἄπιστο, τὸν κάθε ἄν­θρωπο. Ἐδῶ, εἰς τὴν περίπτωσίν μας, αὐτὸς ὁ τόσο γλυκύς, ὁ τόσον ἀ­να­κουφιστικός, ἀλλὰ καὶ τόσον φοβε­ρὸς λόγος τοῦ Χριστοῦ συμπλη­ρώνει τὰς ἀποφάσεις τῆς Δια­σκέ­ψεώς μας, τὰ ἀποτελέσματά της, τὸ πνεῦμα της, καὶ δίδει, εἰς ὅλους ἐκείνους ποὺ καλοῦνται νὰ μεταφέρουν τὸ μήνυμα τῆς Διασκέψεως εἰς τὸν κόσμον τὴν βαθυτέραν διάστασιν τοῦ μηνύματος, δίδει τὴν κατεύθυνσιν διὰ τὴν ἐφαρμογήν, ὅτι ὅλα πρέπει ὄχι νὰ ἐμπνευσθοῦν καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπὸ πνεῦμα καὶ διάθεσιν κρίσεως καὶ ἐπικρίσεως καὶ κατακρίσεως, ἀλλὰ ὅλα νὰ ὑπηρετήσουν καὶ νὰ στοχεύσουν τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώ­που καὶ τοῦ κόσμου ὅλου εἰς δόξαν Θεοῦ. Ἀμήν».