Λειτουργικὸ Εἰσοδικό

Ἡ εἴσοδος στὸν Ναὸ σηματοδοτεῖ τὴν εἴσοδό μας στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ εἴσοδός μας στὴν Ἐκκλησία ἐμφαίνεται ἀπὸ τὴν εἴσοδο στὸν Ναό. Καὶ πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἰδεολογία ἀλλὰ πράξη καὶ καθημερινὴ σχέση μὲ τὸν ζῶντα Κύριο;

Στὸ παρὸν κείμενο εἶναι κατατεθειμένη ἡ εὐγνωμοσύνη μου πρὸς ὅσους μὲ εἰσήγαγαν ἢ μὲ βοήθησαν νὰ ἐμβαθύνω στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, μυσταγωγοῦντες με διὰ τῆς θείας λατρείας, τοῦ τύπου καὶ τῆς μουσικῆς της.

Ὁ νέος ἐφημέριος

Στὰ δέκα μου χρόνια βρέθηκα νὰ ἐκκλησιάζομαι στὸν Ἁη-Γιώργη (Γοργομύλου), τὴν ἐνορία μας, ἐξ αἰτίας τοῦ αἰφνιδίου θανάτου ἑνὸς νέου συγγενοῦς μας, τῶν μνημοσύνων του κ.λπ. Ἐκεῖ, στὰ 1989 γνώρισα τὸν νέο ἐφημέριό μας, τὸν παπα-Δημήτρη Πανταζή. Θυμᾶμαι μά­λι­στα τὴν πρώτη του λειτουργία στὸ χωριό. Τὸν συνόδευε ὁ πατέρας του ὁ παπα-Γρη­γό­ρης, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν καθοδηγοῦσε στὰ πρῶτα τελετουργικὰ βήματα. Χαραγμένες στὴ μνήμη μου παραμένουν οἱ προσεκτικὲς εὐλαβικὲς κινή­σεις του· αὐτὲς ἄλλωστε τὸν χαρα­κτη­ρί­ζουν μέχρι σήμερα.

Χάρη στὴν προσωπικότητα τοῦ παπα-Δημήτρη ἄρχισα νὰ ἐκκλησιάζομαι τακτικότε­ρα, νὰ βοηθῶ στὸ ἱερὸ καὶ νὰ διαβάζω μὲ παρότρυνσή του τοὺς κανόνες τοῦ ὄρθρου, γιὰ νὰ ξεκουράζω τὸν ψάλτη. Παρεμπιπτόντως γιὰ ἕναν ἀνεξήγητο λόγο τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ δὲν μὲ δυσκόλεψαν ποτέ· ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας φορὰ ἀνέγνωσα χωρὶς δυσκολία καὶ μὲ ἐλάχιστα λάθη. Ἡ πρώτη ὅμως λέξη ποὺ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καὶ μοῦ φάνηκε μᾶλλον ἀστεία, ἦταν ἡ μετοχὴ πεπτωκότα. «Τὶ εἴδους κότα ἄραγε νἆναι αὐτή;», σκέφτηκα παιδικά!

Ὁ παπα-Δημήτρης μὲ παρότρυνε φυσικὰ καὶ νὰ ψάλλω, ἀλλά λόγῳ τοῦ ὅτι ντρε­πό­μουν, δείλιαζα. Μάλιστα μοῦ εἶχε ἀντιγράψει μιὰ κασσέτα μὲ τὴν Θεία Λειτουργία, ποὺ ἔψαλλε ἡ χορῳδία τοῦ Θ. Βασιλικοῦ, ἀργότερα καὶ ἄλλες μὲ τὴν Ἐ­ξόδιο ἀκολουθία κ.λπ.· παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ ντροπὴ δὲν ὑποχωροῦσε. Τὸ γενναῖο καὶ καθοριστικὸ βῆμα ὡστόσο ἔγινε μιὰ Κυ­­ριακὴ ποὺ ὁ ψάλτης ἀπουσίασε ἐκτάκτως λόγῳ ἀσθενείας, ὁπότε δὲν ὑπῆρχε ἄλλος νὰ τὸν ἀντικαταστήσει…

Λίγο ἀργότερα ὁ παπα-Δη­μήτρης πρότεινε στὸν πατέρα μου νὰ πάω στὸ δι­πλανὸ χωριό, τὸν Γυμνότοπο, στὴν ἐνορία τοῦ πατέρα του, ὅπου ὁ παπα-Γρηγόρης εἶχε συγ­κεν­τρώσει μιὰ ὁμάδα παιδιῶν καὶ τοὺς παρέδιδε μαθήματα πρακτικῆς ψαλτικῆς, πράγμα ποὺ ἔκανα μὲ περιέρ­γεια μᾶλλον παρὰ μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον.

Ὁ παπα-Γρηγόρης

Ὁ παπα-Γρηγόρης ἦταν ὁ τύπος τοῦ εὐλαβοῦς κληρικοῦ τοῦ χωριοῦ, ποὺ ἀ­γα­ποῦσε αὐτὸ ποὺ ἔκανε, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ὅλη παρουσία του ἐμφο­ροῦνταν ἀπὸ σεμνότητα, ζεστασιὰ καὶ πηγαῖο χιούμορ. Τὰ μαθήματα πρακτικῆς ψαλτικῆς γίνονταν στὸν Ἅγιο Δημήτριο. Ἤμασταν γύρω στὰ ὀκτὼ παιδιά· παραμείναμε στὸ ἀναλόγιο καὶ στὴν λειτουργικὴ ζωὴ δύο μόνο. Τὰ πρῶτα μαθήματα δαπανήθηκαν στὰ ἀναστάσιμα ἀπολυτίκια. Ὁ παπα-Γρη­γόρης ἢ ὁ παπα-Δημήτρης ἔψαλλαν καὶ ἐμεῖς ἐπαναλαμβάναμε. Στὴ συνέχεια μάθαμε τὴν σειρὰ τῆς Θείας Λειτουργίας. Παρ’ ὅλο ποὺ τὰ μαθήματα δὲν κράτησαν πολὺ καιρό, ἤμασταν σὲ θέση «νὰ ξελειτουργήσουμε τὸν παπά», ὅπως λέει ὁ λαός. Ἐνθυμοῦμαι χα­ρα­κτηριστικὰ δυὸ χαριτωμένα περιστατικά: ἕνας μικρὸς κρατοῦσε ἀνάποδα τὸ ἐγκόλπιο τοῦ ἀναγνώστου καὶ συνέχιζε νὰ διαβάζει(!) κι ἕνας ἄλλος ὧρες-ὧρες διάβαζε καὶ τὰ κόκκινα γράμματα-ὁδηγίες πρὸς τὸν ψάλλοντα!

Ὅπως καὶ νά ’χει, ἦταν μιὰ ὄμορφη ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε γιὰ μένα τὸν προ­θάλαμο τῆς ψαλτικῆς. Μακαρίζω τὴν ψυχὴ τοῦ παπα-Γρηγόρη, μνημονεύω τὴν εὐερ­γεσία του καὶ εὐγνωμονῶ τὸν παπα-Δημήτρη, ποὺ μοῦ ἐμφύσησαν τὸ πρῶτον τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθεσαν τὸ θεμέλιό της.  

Οἱ ἑσπερινοὶ τοῦ παπα-Λευτέρη

Ἕνα χρόνο μετά, μαθητὴς τῆς Γ΄ Γυμνασίου, ἄρχισα νὰ παρα­κολουθῶ φρο­ντιστήρια, κατὰ τὰ ἤθη τῆς νεοελληνικῆς παιδείας. Ἡ φροντι­στη­ριούπολη τῆς Φιλιππιάδας ἦταν ὁ ἰδανικὸς καὶ πλησιέστερος τόπος γι᾿ αὐτό.

Παράλληλα ὁ παπα-Δημήτρης μὲ παρότρυνε νὰ ξεκινήσω μαθήματα βυ­ζαν­τινῆς μου­σικῆς, ποὺ παρέδιδε ὁ π. Ἐλευθέριος Χαραλαμπίδης, ὁ χαρισματικὸς καὶ πληθωρικὸς Κων­σταν­τινουπολίτης ἐφημέριος τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνα Φιλιππιάδας. Χωρὶς λοιπὸν νὰ χάσω καιρό, ἕνα Σάββατο πρωΐ ποὺ κατέβηκα στὴ Φιλιππιάδα γιὰ μάθημα, φρόντισα νὰ πε­ράσω ἀπὸ τὸν ναὸ γιὰ μιὰ πρώτη γνωριμία καὶ συνεννόηση γιὰ τὰ μαθήματα ψαλτικῆς.

Ἔτσι πότε μὲ τὸν πατέρα μου, πότε μὲ ὀτοστόπ κατέβαινα γιὰ τὰ ἀπογευματινὰ φρον­τιστήρια καὶ γιὰ τὰ μαθήματα βυζαντινῆς μουσικῆς. Πρωτίστως ὅμως κανόνιζα, ὅσο μπο­ροῦσα, τὸ πρόγραμμά μου, γιὰ νὰ βρίσκω χρόνο νὰ πα­ρακολουθῶ τοὺς ἑσπερινοὺς τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνα. Ἐκεῖ συνει­δη­τοποίησα, ὅτι τὰ λειτουργικὰ βιβλία ἔχουν «γράμματα» γιὰ κάθε μέρα (!) καὶ πὼς ἡ καθημερινότητα τοῦ κληρικοῦ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴ θεία λατρεία. Ἐκεῖ ἄρχισα νὰ μαθαίνω τὸ τυπικὸ τῶν (καθημερινῶν) ἑσπερινῶν καὶ τὰ προσό­μοια, ἀλλὰ καὶ νὰ σαγηνεύομαι ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἱερὰ τέχνη διὰ τῆς καλλιφωνίας τοῦ παπα-Λευτέρη.

Κάθε φορὰ ποὺ ὁ νοῦς μου ἐπιστρέφει στὰ χρόνια ἐκεῖνα, θυμᾶμαι ἕνα χαρακτη­ρι­στικὸ περιστατικό, ποὺ φανερώνει τὴν λειτουργικὴ ἄγνοια τοῦ τόπου μας: Συναντήθηκα κάποτε μὲ ἕνα συγχωριανό, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ χρόνια στὴ Φιλιππιάδα. Τοῦ ἀνέφερα τὴ γνω­ριμία μου μὲ τὸν παπα-Λευτέρη καὶ μοῦ λέει: «Ἄ! Αὐτὸς ἔχ΄ φουνή· ’φραίνισει (=εὐφραίνεσαι) νὰ τοὺν ἀκοῦς! Ἀλλὰ ἰκείν΄ ἡ καμπάνα γιατί βαρεῖ κάθι βράδ΄; Ἰγὼ ἤξιρα μαναχὰ τὰ σαβ­βα­τόβραδα κὶ σ΄τ΄ς γιουρτὲς βαρεῖ»(!).

Αὐτὴ ὅμως ἡ καθημερινὴ ἀπογευματινὴ καμπάνα καὶ ὁ μετέπειτα ἑσπερινὸς τοῦ πα­πα-Λευτέρη μπορεῖ νὰ ξένιζαν τοὺς ἄγευστους λειτουργικά, εἰσήγαγαν ὡστόσο πολλοὺς νέους τῆς ἐποχῆς, μεταξὺ αὐτῶν κι ἐμένα, στὴν ἔννοια καὶ τὸ βίωμα τῆς καθημερινῆς λατρείας καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὴν ψαλτικὴ τέχνη.

Πάτερ Ἐλευθέριε, σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα!

Ἡ Σιμωνόπετρα

Μετὰ τὴν ἀποφοίτηση ἀπὸ τὸ Λύκειο, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1994, ἐπισκέφτηκα μὲ ἀδελφοὺς καὶ τὸν πνευματικό μας, τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἦταν ἡ πρώτη ἐπίσκεψη καὶ μάλιστα στὴ Μονὴ Σίμωνος Πέτρας. Ἤξερα τὴ Σιμωνόπετρα ἀπὸ τὶς τέσσερις κασσέτες τοῦ γνωστοῦ «Ἁγνὴ Παρθένε» καὶ τῶν ψαλμῶν. Τὶς ἄκουγα πολὺ στὴ νεότητά μου. Μὲ σαγή­νευε τόσο ἡ με­­λῳ­δία ὅσο καὶ τὸ ξεχωριστὸ ἠχόχρωμα τῶν μοναχῶν. Ἔνιωθα, θυμᾶμαι, κάτι τὸ ἄυλο στὴ φωνή τους. Παρεμπιπτόντως οἱ πρῶτες ἀπόπειρες ἰσο­κρατήματος ἔγιναν ἀκούγοντας τὶς κασσέτες αὐτές.

Κάθε λεπτομέρεια τῆς ἐπίσκεψης στὴ Σιμωνόπετρα παραμένει ἔκτυπη στὴν ψυ­χή μου. Θυμᾶμαι χαρακτηριστικὰ τὸν ἐφημέριο π. Γρηγόριο νὰ λειτουργεῖ ἰσαγγέλως, νὰ θυμιά­ζει ἀέρινα ἀτενίζοντας καθέναν κατὰ πρόσωπο· θυμᾶμαι τὸν π. Ἀθανάσιο νὰ πρωτοψαλτεῖ μελῳδικώτατα κ.ἄ.π. Προσευχόμενος «ἀνεβόησα πρὸς Κύ­ριον»: «Θεέ μου, πόσο θὰ ἤθελα νὰ ψέλνω σὰν αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους»! Καὶ ὁ Κύριος, ἁπλόχερα, ὡς συνήθως, δὲ μοῦ δώρησε μόνο τὸ «σὰν αὐτούς», ἀλλὰ καὶ τὸ «μὲ αὐτούς». Δυὸ χρόνια ἀργότερα, ὡς φοι­τη­τὴς πλέον τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, συνδέθηκα μὲ τὸ Μο­ναστήρι, διακόνησα ὡς πρω­το­ψάλτης τοῦ Μετοχίου στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ δυὸ χρόνια κι ἔψαλλα πάμπολλες φορὲς μὲ τοὺς ἀγαπημένους μου πατέρες.

Στὴ Σιμωνόπετρα ὀφείλω τὴ θεώρηση τῆς ψαλτικῆς ὡς μιᾶς χα­ρού­μενης, ζωντανῆς διακονίας στὴν ὑπηρεσία τοῦ προσευχόμενου πιστοῦ καὶ δὲ θὰ παύσω νὰ μνημονεύω τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τιμή, μὲ τὴν ὁποία μὲ περιέβαλε ἡ Μονὴ ὡς συνεργάτη της. Ἀκόμη στὶς καθημερινὲς κυρίως ἀκολουθίες τοῦ Μετο­χίου ἔμαθα νὰ οἰκονομῶ τὸν λειτουρ­γικὸ χρόνο, ἀποφεύγοντας τόσο τὴ βιασύνη ὅσο καὶ τὴν προχειρότητα, γρηγορῶντας παράλληλα στὶς ποικίλες ἀπαιτήσεις τοῦ τυ­πι­κοῦ. Συνακόλουθα δὲν μπορῶ νὰ παραδώσω στὴ λήθη τοῦ λόγου τὸν εὔτακτο λειτουργὸ τοῦ Μετοχίου, τὸν π. Ἀθανάσιο Γκίκα. Ἡ παρουσία του καὶ ἡ συμβο(υ)λή του στὴν ἀπο­τε­λεσματικό­τερη λειτουργία τοῦ ἀνα­λογίου ὑπῆρξε καθο­ρι­στι­κή.

Ἡ ἱερὰ Σχολή

Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης ἦταν ἡ μοναδικὴ ἐπιλογὴ σπουδῶν. Χωρὶς νὰ ξέρω τὸ γιατί, αὐτονόητα, δὲν ἐπιθυμοῦσα κάποιαν ἄλλη σχολή οὔτε κάποιαν ἄλλη πόλη. Τὸ γιατί βέβαια φα­νερώθηκε τὸν καιρὸ τῆς φοίτησης· οἱ ἄνθρωποι, ἡ θεολογικὴ καὶ μουσικὴ παιδεία, ἡ κουλτούρα τῆς πόλης, ἡ ἀποκάλυψη μιᾶς ἄλλης πνευμα­τι­κότητας εἶναι λίγα ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Συμβασιλεύουσας. Μέρος αὐτοῦ τοῦ ἄνωθεν πολύπτυχου δωρήματος ἦταν ἡ ἱερὰ τῆς Θεολογίας Σχολή. Ἐπὶ τοῦ παρόντος βέβαια θὰ ἀναφερθῶ μόνο στὰ τοῦ ναοῦ τῆς Σχολῆς, τὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Πέρασα τὸ κατώφλι του κάποια Πέμπτη τοῦ Ὀκτωβρίου 1996, μᾶλλον στὴν πρώ­τη ἀκολουθία τῆς νέας ἀκαδημαϊκῆς χρονιᾶς. Πρωτοψάλτης ὁ μουσικολο­γιώ­τατος ἀρ­χιμαν­δρίτης Νεκτάριος Πάρης καὶ λαμπαδάριος ὁ Γιάννης Λιάκος. Ἀκούγοντας γιὰ πρώτη φορὰ τὸν π. Νεκτάριο ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἀναγνώρισα τὴ φωνὴ τοῦ λαμ­παδαρίου σὲ μιὰν ἀγρυ­πνία στὸν Ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης μὲ πρωτοψάλτη τὸν μακαριστὸ λαμπρὸ ἁγιο­ρείτη ψάλ­τη π. Παντελεήμονα Κάρτσωνα. Ἦταν ἀπὸ τὶς κασσέτες ποὺ ἀκούγαμε πολὺ τότε καὶ θαυμάζαμε τὸ κρυστάλλινο ἠχόχρωμα τοῦ Κάρτσωνα. Ἡ πρώτη συνάντηση μὲ τὸν π. Νεκτάριο ἦταν μᾶλλον γραφική. Στοὺς Αἴνους μοῦ ἔδωσε νὰ ψάλλω ἕνα στιχηρὸ λέ­γον­τας: «Γιὰ ψάλλε νὰ δοῦμε τί φω-φω-φω-φω-νὴ ἔχεις». Ἐγὼ μὴ γνωρίζοντας, ὅτι εἶναι βρα­δύγλωσσος, κόντεψα νὰ ξεσπάσω σὲ γέλια! Εὐτυχῶς ὅμως ἡ συστολὴ τῆς πρώ­της φορᾶς μὲ βοήθησε καὶ δὲν προσέβαλα ἔτσι τὸν καθ᾿ ὅλα ἀγαπητὸ καὶ σεβαστὸ δά­σκαλο. Ὁ π. Νεκτάριος παρέμεινε στὴν πρωτοψαλτία τῆς Σχολῆς μόνο γιὰ ἕνα ἀκαδη­μαϊκό ἔτος ἀκόμη, ὁπότε ἡ ὠφέλειά μας ἦταν περιορισμένη. Βέβαια ἀναπτύχθηκε μιὰ κάποια σχέση καὶ μπορούσαμε νὰ ἀπευθυνόμαστε σ᾿ αὐτὸν γιὰ ἐπίλυση μουσικῶν καὶ συναφῶν ἀποριῶν.

Ὑπεύθυνοι λειτουργίας τοῦ Φροντιστηρίου Λειτουργικῆς καὶ Ὁμιλητικῆς, ποὺ εἶχε ἱ­δρύ­σει ὁ διαπρεπὴς λειτουργιολόγος Ἰωάννης Φουντούλης, ὁμότιμος τότε καθηγητής, ἦ­ταν γιὰ μὲν τὸν δεξιὸ χορὸ ὁ καθηγητὴς καὶ δάσκαλός μας Πανα­γιώτης Σκαλτσῆς γιὰ δὲ τὸν ἀριστερὸ χορὸ καὶ τὸ ἱερατεῖο ὁ ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος Σκρέττας, ὁ γλυκὺς καὶ προσηνὴς πατήρ, ὑπὸ τὴν σκέπη, λειτουργικὴ γνώση καὶ ἀγάπη τοῦ ὁποίου διακόνησα ὡς λαμπαδάριος γιὰ μιὰ πεν­τα­ετία σχεδόν. Τοῦ εἶμαι εὐγνώ­μων γιὰ πολλά, κυρίως ὅμως γιὰ τὸν διττὸ σεβασμό, αὐτὸν ποὺ μᾶς ἐνέπνεε γιὰ τὴν τάξη τῆς θείας λατρείας καὶ αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖο μᾶς συμπερι­φερόταν, κι ἂς ἤμασταν νέοι, ἄπειροι φοιτητές.

Ὁ ναὸς τῆς Σχολῆς μας ἦταν ὄντως φροντιστήριο λειτουργικῆς (εὐπρέπειας καὶ λι­τό­τητας). Ἐκεῖ ἀνακαλύψαμε ἀρχαίους λειτουργικοὺς τύπους, ὀρθὴ τέλεση τῶν ὅσων μέχρι τότε γνωρίζαμε ἐλλιπῶς ἢ καὶ λανθασμένως, ἐκεῖ μαθητεύσαμε σ᾿ ἕνα λειτουργικὸ ἦθος λο­γικῆς -καὶ ὄχι μαγικῆς- λατρείας. Μάθαμε ἀκόμη ν᾿ ἀναθεωροῦμε λειτουργικὲς συνή­θειες, ὅταν αὐτὲς ἀποβαίνουν εἰς βάρος τοῦ λατρευτικοῦ τύπου· παύσαμε νὰ φοβόμαστε τὴν ἀλλαγὴ λειτουργικῶν ἠθῶν προφάσει εὐλαβείας ἢ τήρησης τῆς δῆθεν παράδοσης. Ἄλλω­στε ἡ παράδοση ἀεὶ κυοφορεῖ καὶ γεννᾶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια τῆς θείας λατρείας· δὲν πρό­κειται περὶ στείρας ἀναπαραγωγῆς νεκρῶν τύπων.

Χωρὶς ὑπερβολὴ πάντως ἀφ’ ἑνὸς ἡ ἑπαφὴ μὲ τὴν ἁγιορειτικὴ λειτουργικὴ πράξη καὶ ἀ­φ’ ἑτέρου ἡ λειτουργικὴ αὐτοσυνειδησία ποὺ καλλιεργοῦσε τὸ Φροντιστήριο καὶ ὁ ἱδρυτής του, καθόρισαν καὶ διέπουν, κατὰ δύναμιν, τὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργική μου πορεία. Δόξα τῷ Θεῷ!

Ὁ πολυσέβαστος καθηγητής

Τὸ ὄνομα Ἰωάννης Φουντούλης ἀκουγόταν καθημερινὰ στὴ λειτουρ­γικὴ Θεσσαλονίκη. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἀκούγεται; Ἦταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Ναοῦ, τῆς ἀκολουθίας, τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἕνα πολύτιμο ἀμάλγαμα εὐσέβειας καὶ ἐπιστημοσύνης. Ἦταν τόσο εὐλαβής, ὥστε νὰ παραμένει ἀμερόληπτος ἐπιστήμονας τῆς λατρείας καὶ τόσο ἐπι­στή­­μο­νας, ὥστε νὰ ἀνατέμνει μὲ σεβασμὸ τὸ σῶμα τῆς ἀκολουθίας, νὰ χειρουργεῖ μὲ ἀκρίβεια, νὰ ἀπαλάσσει ἀπὸ τὸ περιττό, νὰ προτείνει μὲ γνώση, σύνεση καὶ διάκριση. Ἐκκλησια­στικὸς ἀνὴρ μέχρι «μυελοῦ ὀστέων».

Δὲ θυμᾶμαι τὴν πρώτη μας συνάντηση καὶ γνωρι­μία. Ἔκτοτε ὅμως ἀνέβαινα συχνὰ στὸ γραφεῖο του στὴ Μονὴ Βλατάδων -ἦταν πρόεδρος τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πα­τερικῶν Μελετῶν. Ἡ κάθε συνάντησή μας ἦταν μιὰ ἀποκάλυψη γνώσης καὶ ἀγάπης γιὰ τὴ λατρεία τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἄνθρωπος εὐπροσήγορος, χαρίεις, ἀρχοντικός, σεβαστικὸς πρὸς τὸν κάθε συνομιλητή του. Τοῦ ὀφείλω πολλὰ γιὰ τὸν χρόνο καὶ τὶς σοφὲς συμβουλές του καὶ θὰ τὸν μνημονεύω διὰ παντός. Παραθέτω χαρακτηριστικὰ περιστατικὰ ποὺ φανε­ρώ­νουν τὰ παραπάνω: «κ. Καθηγητά, ἔχω ἄλλη μιὰν ἀπορία», εἶπα. «Εἶσαι τυχερός, Νε­κτά­ριε», ἀπάντησε. «Ἐγὼ ἔχω πολλὲς ἀκόμα», καὶ γέλασε. Ἄλλη μιὰ φορὰ συζητῶντας κά­ποιο θέ­μα «παπαδικό» τὸν ρώτησα νεανικότροπα: «Δὲ σᾶς ἐνοχλεῖ, ποὺ ἐνῶ ἔχετε τέτοια γνώ­ση καὶ πεῖρα, δὲ σᾶς συμβουλεύεται ἀναλόγως ὁ κλῆρος;». Μοῦ ἀπάντησε τότε ἁγιο­γρα­φι­κά: «ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀρο­τριᾶν» (Α΄ Κορ. 9.9). Ἐμεῖς σπέρνουμε, Νε­κτά­ριε, Ἄλλος εὐλογεῖ τὴν καρ­ποφορία καὶ ἄλλος, ὅποιος θέλει, θὰ δρέψει τοὺς καρπούς. Δὲν πρέπει νὰ σκε­πτό­μεθα ἀπο­γοητευτικά, ἀνθρώπινα».

Εἶναι πάντως νομοτελειακὸ τὸ ὅτι, ὅσο μεγαλύτερη καὶ πλατύτερη γνώση ἑνὸς ἀντικει­μέ­νου ἔχει κάποιος, τόσο ταπει­νώ­νεται ἀπέναντι στὴ μεγάλη ἄγνωστη ἀκόμα γνώση. Ἕ­νας τέτοιος ταπεινὸς ἄνθρωπος καὶ εὐεργέ­της πολλῶν θηρευτῶν τῆς ἀλήθειας τῆς λατρείας ὑπῆρξε ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης. Ἡ ψυχή του, στὰ ἅγια!

Ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης

Ἦταν ἀρχὲς Νοεμβρίου τοῦ 1996. Εἶχε περάσει μιὰ περίοδος ἀναζήτησης δασκάλου στὴν ψαλτική, μιᾶς καὶ δὲν εἶχα ὁλοκληρώσει μὲ τὸν παπα-Λευτέρη τὸ ἀναστασιματάριο -εἶχαν μείνει οἱ χρωματικοὶ ἦχοι- καὶ δὲν εἶχα καταλήξει κάπου. Πῆγα σὲ ἕνα μάθημα στὴ Σχολὴ τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ κάτι ἀπροσδιόριστο δὲν μὲ ἀνέπαυσε. Ἦλθα σὲ ἐπαφὴ μὲ κάποιον ἄλλο δάσκαλο, ἀλλὰ ἡ πρώτη συνάντηση δὲν ἔγινε ποτέ. Ἔτσι πέρασε ὁ καιρὸς μὲ μιὰ κάποια ἀγωνία γιὰ τὴ χρονιὰ ποὺ θὰ χανόταν στὴν ψαλτικὴ καί ’κεῖνο τὸ ἀπόγευμα μετὰ τὸν ἑσπερινὸ καθόμασταν στὸ γραφεῖο τῆς Παναγίας Δεξιᾶς μὲ τὸν ἐφημέριο π. Γεώργιο Χειλᾶ καὶ τὸν φίλο Γιῶργο -νῦν μητροπολίτη Τρίκκης Χρυ­σό­στομο. Λέει ὁ Γιῶργος: «Πάτερ, ὁ Νεκτάριος θέλει να κάνει μαθήματα βυζαντινῆς, ἀλ­­λὰ δὲν βρῆκε ἀκόμα κάποιο δάσκαλο. Ἔχεις ὑπ’ ὄψη σου κάτι;». «Ἄ! Αὐτὸ εἶναι εὐκο­λο», ἀ­­πάντησε ἀμέσως ὁ π. Γεώργιος. «Ὑπάρχει ἕνας πολὺ καλὸς ψάλτης· νέο παιδὶ εἶναι, 25 χρονῶν καὶ ψάλλει στὴν Ἔδεσσα. Παναγιώτης Νεοχωρίτης λέγεται. Ἅμα σὲ ἀ­ναλάβει αὐτός, θὰ σὲ κάνει Ἄρχοντα!», εἶπε σχεδὸν θριαμβευτικά. Μέσα μου γέλασα. «Ἄρχοντας, λέει. Τί μ᾿ ἐνδιαφέρουν ἐμένα αὐτά; Ἐγὼ τὸν πλάγιο τοῦ δευ­τέ­­ρου θέλω νὰ τελειώσω. Δὲν ἐνδιαφέρομαι νὰ γίνω πρωτοψάλτης». Πρὶν καλά-καλὰ τε­λειώσω τὴ σκέψη μου ἀκούω τον π. Γεώρ­γιο: «Νάτος! Παναγιώτη, ἔλα ᾿δῶ.». Ὁ Νεοχωρίτης μόλις εἶχε μπεῖ στὴν ἐκκλησία καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸ γραφεῖο. Ντυμένος πρόχειρα μὲ ἀθλητικὲς φόρμες ἐ­λα­φρῶς πιτσιλισμένες μὲ μπογιές -ἔβαφε τὸ σπίτι του ἐκεῖνες τὶς μέρες- μπορῶ νὰ πῶ πώς «δὲ μοῦ γέμισε τὸ μάτι», ἐπὶ τὸ λαϊκώτερον, σὰν πρωτοψάλτης καὶ δάσκαλος ψαλ­τικῆς. Ὡστόσο ἡ ἄποψη τοῦ π. Γεωργίου δὲ χωροῦσε ἀντίῤῥηση! Ὁ πα­τὴρ ἔκανε τὶς ἀνάλογες συστάσεις καὶ ἄμεσα κανονίστηκε τὸ πρῶτο μάθημα, τὸ ὁποῖο διεξήχθη σὲ μιὰ ἰσόγεια αἴθουσα τοῦ οἰκοτροφείου τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, δεξιὰ τῷ εἰ­σερ­χομένῳ.

Πῆγα συνεσταλμένος μὲ ἕνα ἀναστασιματάριο ἀνὰ χεῖρας. Τοῦ εἶπα τί εἶ­­χα διδαχθεῖ μέχρι τότε καὶ τί ὄχι, ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία. Μὲ ἔβαλε νὰ ψάλλω τὰ ἀργὰ ἀναστάσιμα εὐλογητάρια τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου. Ἀφοῦ μὲ ἄκουσε γιὰ λί­γο, μοῦ ἔκανε ἐπισημάνσεις σχετικὰ μὲ τήν «ἐναρμόνια» φθορὰ τοῦ Ζω καὶ ὕστερα ἄρχισε νὰ τὰ ψάλλει ὁ ἴδιος. Εἶχα ξανακούσει τὸ μέλος αὐτό, ὡστόσο αὐτὸ ποὺ ἄκουγα τώρα ἦταν κάτι ἐντελῶς πρωτόγνωρο. «Διαφορετικό»; «Καθαρό»; «Ἁγνό»; «Ἐξωτικό»; Τότε δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ βρῶ κά­ποια καταλληλότερη λέξη. Σήμερα μπορῶ μὲ παῤῥησία νὰ πῶ πὼς αὐτὸ ποὺ ἄκουσα ἦταν μιὰ ἀκραιφνῶς ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνεία. Ἄκουγα λοι­πὸν κάτι ποὺ ποτὲ μέχρι τότε δὲν εἶχα ἀκούσει στὶς κασσέτες ποὺ κυκλοφοροῦνταν. Ἄ­κου­γα κάτι «βαθύ», κάτι ποὺ μὲ βεβαίωνε ἐξάπαντος γιὰ τὴ γνησιότητά του. Τὴν ἴδια αἴσθηση ἀποκόμισα καὶ στὸ ἄκουσμα τοῦ δευτέρου ἤχου, αὐτοῦ τοῦ «καινούργιου» καὶ πρωτάκουστου δευ­τέ­ρου ἤχου, ὅταν μοῦ παρέδιδε τὸ προσόμοιο «Τὸν τάφον σου, Σωτήρ». Στὸ πρῶτο μάθημα κι αὐτό.

Ἔφυγα ἀπὸ τὸ μάθημα «χορτᾶτος» καὶ μᾶλλον συνεπαρμένος καὶ κατευθύνθηκα στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Ῥηγόπουλου, γιὰ νὰ προμηθευτῶ τὸ Εἱρμολόγιο τοῦ Ἰωάννου. Ὁ δά­σκα­λος ἔκρινε, ὅτι δὲ χρειάζεται νὰ συνεχίσουμε τὰ μαθήματα ἀναστασι­μα­­τα­ρίου ἀλλὰ ἀργοῦ εἱρμο­λο­γίου. Ἔτσι ματαιώθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ ἀρχικὸς καὶ μο­να­δικὸς σκοπός μου, ὁ πλάγιος τοῦ δευτέρου!

Λίγους μῆνες μετά, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1997 -ἂν θυμᾶμαι καλά, μὲ κάλεσε νὰ συμμε­τέχω στὶς πρόβες ἑνὸς χοροῦ ποὺ εἶχε συγκροτήσει ἀπὸ νέους τῆς Ἔδεσσας καὶ τῆς Κα­βάλας -τόπου καταγωγῆς του, ποὺ γίνονταν στὸ Ὠδεῖο «Ἐν χορδαῖς». Ὁ χορὸς μελετοῦσε τό «Ἀναστάσεως ἡμέρα» Χρυσάφου τοῦ νέου. Ὅταν ἄκουσα ὁλόκληρο τὸ μέλος ἀπὸ τὸν χορό, στὸ τέλος τῆς πρόβας, συγκλονίστηκα· «διηνοίχθησάν μου οἱ ὀφθαλμοί καὶ ἐπέγνων». Εἶπα μέσα μου: «Αὐτὸ ἤθελα νὰ μάθω· αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ψαλτικὴ θὰ ἤθελα νὰ διδαχτῶ, ἀλλὰ δὲν θὰ μποροῦσα μήτε σὰν αἴτημα νὰ τὸ διατυπώσω πρὸς τὸν Κύριο»! Ὅμως Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ἀκόμη καὶ τὶς μύχιες προσδοκίες μας, ἐκπληρώνει ὅσες δὲ βλάπτουν τὸ ὄντως συμφέρον μας…

Τὰ ἰδιαίτερα μαθήματα συνεχίστηκαν μιὰ χρονιὰ ἀκόμα, ἐνῶ παράλληλα ἀκολου­θοῦ­σα τὸν δά­σκα­λο στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἔζησα τὸ ὀργανωμένο ἀναλόγιο καὶ τὴν ψαλτικὴ εὐπρέπεια. Χαραγμένη στὸ νοῦ μου παραμένει μιὰ λειτουργικὴ εἰκόνα ἀπὸ τὸν Α΄ Κα­τανυκτικὸ Ἑ­σπε­ρινὸ τοῦ 1997. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ πήγαινα στὴν Ἁγία Σκέπη, τὸν μητρο­πο­λι­τικὸ ναὸ τῆς Ἔδεσσας, κι ἐπειδὴ φτάσαμε στὸν ναὸ τὴν ὥρα τῶν κεκραγαρίων, δὲν ἀνε­βή­καμε στὸ ἀναλόγιο. Ἀντίκρυσα μιὰν ἐκκλησία πλήθουσα καὶ δυὸ ἀναλόγια γεμάτα νέα παιδιὰ μὲ τὰ ῥάσα τους. Μιὰ ἰδανικὴ καὶ ἐλπιδοφόρα σκηνὴ γιὰ τὴν ἄνθηση τῆς ψαλτικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς καθ᾿ ὅλου εὐσέβειας.

Δὲν ξέρω κατὰ πόσον ἐκμεταλλεύτηκα τὴν παρὰ Κυρίου εὐλογία καὶ εὐκαιρία. (Συ­νή­θως καὶ μᾶλλον δικαίως οἱ δάσκαλοι δὲν εἶναι εὐχαριστημένοι μὲ τὴν ἀπορροφητικότητα καὶ τὸν ῥυθμὸ προόδου τῶν μαθητῶν!). Τοὐλάχιστον ὅμως ἐλπίζω ὅτι ἀπέκτησα κριτήρια ὀρθῆς ἐκ­κλη­σιαστικῆς ἑρμηνείας, ψαλτικῆς γνησιότητας καὶ λει­τουργικῆς εὐταξίας. Βέβαια στὴν πορεία τῆς ζωῆς τὰ κριτήρια ἐνίοτε λει­τουργοῦν βασανιστικά, ὡστόσο αὐτὸ ἀποτελεῖ θέμα ἄλλης γραφῆς…

Συνε­λόντι εἰπεῖν ἡ μαθητεία παρὰ τὸν Παναγιώτη Νεοχωρίτη συμπεριλάμ­βανε ποικί­λες χρήσιμες ἐμπειρίες, γνωριμίες ἐποικοδομητικὲς καὶ βιώματα ἐκκλη­σια­στικά. Ἡ μαθητεία βέβαια δὲν ὑπῆρξε ἀνέφελη, ὡστόσο ἡ εὐγνωμοσύνη μου ὑπερκα­λύπτει κάθε ἀνθρώπινο σπί­λο στὸ σῶμα τῆς παρὰ Θεοῦ εὐεργεσίας.

Τὰ ἔτη παρῆλθον, ὁ διδάσκαλος ἀνῆλθε στὸ ὑψηλότερο ψαλτικὸ στασίδι τῆς ἑλληνό­φωνης ὀρθοδοξίας κι ἐμεῖς οἱ μαθητές του εὐχόμαστε τὸ ἑρμηνευτικὸ ἦθος του νὰ φωτίζει «ὡς λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν» κάθε καλόπιστο θεράποντα τῆς ἱερᾶς τέχνης τῆς ἐκκλη­σιαστικῆς ὑμνῳδίας.

Ὁ π. Διονύσιος

Ὁ π. Διονύσιος Σιωνίδης, ἦταν κατ᾿ ἐπάγγελμα γιατρός, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν συντα­ξιοδότησή του χει­ρο­τονήθηκε ἱερεὺς καὶ ἐξυπηρετοῦσε ὡς ἐφημέριος τὸ Γρη­γο­ριάτικο Μετόχι Κοιμή­σεως τῆς Θεοτόκου στὴν Πολίχνη. Σύχναζε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ πολὺ νέος, ὅπου συναναστράφηκε παλαιοὺς πολιοὺς γέροντες, ὅπως τὸν πολυσέβαστο καθη­γούμενο τῆς Γρηγορίου Ἀθανάσιο (†1953) καὶ τὸν ἀλήστου μνήμης Γαβριὴλ καθηγούμενο Διονυσιάτη (†1983), ὁ ὁποῖος νομίζω ὅτι ὑπῆρξε καὶ πνευματικός του πατέρας.

Ὁ π. Διονύσιος ἦταν ἔγγαμος φιλακόλουθος καὶ φιλόμουσος κληρικός. Ψάλλων θύμιζε παλαιοὺς ἁγιορεῖτες. Τὸν ἐπισκέφθηκα μιὰ φορὰ προκειμένου νὰ σημειώσω διάφορα ψαλ­τικά, λειτουργικὰ καὶ λοιπὰ ἁγιορειτικὰ ἤθη, καὶ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μὲ ἀπο­ζη­μίωσε μὲ τὸ παραπάνω. Λογοτεχνικὰ γλαφυρός, περιγραφικὰ λεπτομερής, ἐκκλησιαστικὰ λεπτός, γε­νι­κὰ ἐνθουσιώδης μὲ μετέφερε στὸ ἦθος τῆς παλαιᾶς ἁγιορείτικης παράδοσης καὶ τῶν φιλακόλουθων ἐκφραστῶν της.

Μέσα ἀπὸ τὶς διηγήσεις του ἔζησα ἕναν ὁλάκερο κόσμο ποὺ ζοῦσε γιὰ καὶ ἀπὸ τὴν κα­­θημερινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τιμὴ τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Πα­ραθέτω ἕνα χα­ρα­κτηριστικὸ δεῖγμα τῆς λειτουρ­γικῆς λεπτολογίας αὐτοῦ τοῦ ἁγιορείτικου κόσμου: Ὁ Γα­βριὴλ Διο­νυ­σι­ά­της, ὁ Παπποῦς, ὅπως ὅλοι τὸν προσφωνοῦσαν ἀγαπητικά, εἶπε κάποτε εἰρωνικά-ἐπιτιμητικὰ στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς μιᾶς μονῆς, λίγο πρὶν τὴν πανηγυρικὴ ἀγρυπνία: «Ὡραῖα ἀνάψατε τὰ καντήλια· σὰν πυροφάνια. Τί φλόγα εἶν᾿ αυτή; Ἡ φλόγα τῶν καντηλιῶν πρέπει νἆναι μικρή, γύρω-γύρω γαλάζια καὶ στὴ μέση κίτρινη, σὰν τὸ μάτι τοῦ ἀετοῦ». Σταχυολογῶ καὶ κάτι ἀκόμα ἀπὸ τὸν π. Διονύσιο. Συ­ζη­τῶντας γιὰ τὸ φιλακόλουθο τῶν ἱερέων, μοῦ ἀνέφερε, ὅτι ὑπῆρχαν παλαιὰ στὴν Θεσσα­λονίκη ἱερεῖς, οἱ ὁποίοι δὲν παρέλειπαν μήτε τὶς Ὧρες ἀπὸ τὴν καθημερινὴ λατρεία· ὅμως γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνουν τὸ ἐνοριακὸ πρόγραμμα τὶς ἔκαναν εἴτε κατ᾿ οἶκον εἴτε καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὸν ναό, μιᾶς καὶ τὶς γνώριζαν ἀπὸ στήθους!

Παρ᾿ ὅτι ἡ συναναστροφή μου μὲ τὸν π. Διονύσιο ἦταν βραχεῖα -μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφυγα ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, κρατῶ μιὰ πολὺ θερμὴ ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ φλογεροῦ ἐραστῆ τῆς λογικῆς λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τὸν εὐγνωμονῶ γιὰ τὸ παράθυρο, ποὺ μοῦ ἄνοιξε στὸν ἁγιορείτικο κόσμο τοῦ χθές. Αἰωνία του ἡ μνήμη!

Ὁ π. Κωνσταντῖνος

Ὁ π. Κωνσταντῖνος Παπαγιάννης ὑπῆρξε σημαντικὴ ἱερατική, λειτουργική, καὶ ψαλ­τικὴ μορφὴ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐφημέριος τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, κήρυκας, λειτουργιολόγος, μελοποιός, ἐκδότης μουσικῶν καὶ ἐπιμελητὴς λειτουργικῶν βι­βλίων, ἦταν πραγματικὰ μιὰ ἀστείρευτη πηγὴ γνώσεων. Παρ’ ὅλο ποὺ μιὰ καὶ μοναδικὴ φορὰ συναντηθήκαμε καὶ μοῦ ἔλυσε πολλὲς ἀπορίες, ἡ συναναστροφή μας εἶναι καθη­με­ρι­­νὴ διὰ τῶν μουσικῶν καὶ λειτουργικῶν του ἐκδόσεων. Ἀναμφιβόλως εὐεργέτησε πολ­λα­πλῶς τὸν ἐκκλησιαστικὸ λειτουργικὸ χῶρο καὶ διευκόλυνε σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς θερά­ποντες τῆς λατρείας. (Καὶ ἂν ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία εἶχε ἐνδιαφερθεῖ ἐπαρκῶς, ὁ π. Κων­σταντῖνος θὰ εἶχε ἐπιτελέσει ἔργο ἀντίστοιχο αὐτοῦ τοῦ Βαρθολομαίου Κουτλουμου­σιανοῦ τοῦ Ἰμβρίου…) Ἀγήρως ἡ μνήμη του!

Ὁ γέρων Δοσίθεος

Ἦταν στὰ 1999, ὅταν ἕνα βιβλίο ἀσυνήθιστης φρεσκάδας καὶ θεματολογίας εἰσέβαλε στὴ χριστιανικὴ καθημερινότητα τῆς Ἑλλάδας: «Θέλω νὰ πιῶ ὅλο τὸν Βόσπορο». Συγ­γρα­φέας ὁ καθηγούμενος τῆς Μονῆς Τατάρνης Εὐρυτανίας ἀρχιμανδρίτης Δοσίθεος Κα­νέλλος. Τὸ βιβλίο ἀφοροῦσε τὴν Πόλη· ἱστορία, μνημεῖα, τὸ Πατριαρχεῖο κ.ἄ.π. Ὅλοι εἶχαν σαγηνευτεῖ ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του καὶ ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ γέροντα, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν μεταστροφή -μᾶλλον ἐπαναστροφὴ τοῦ Νεοέλληνα (χριστιανοῦ) σὲ Ῥωμηό, μέσα ἀπὸ τὴν γνωριμία μὲ τὴν ἀεὶ βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη. Εἶναι πάντως ἀλήθεια ὅτι πέτυχε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸν σκοπό του.

Οἱ περισσότεροι στὴ φοιτητικὴ παρέα τῆς Θεσσαλονίκης τὸ εἴχαμε διαβάσει, εἴχαμε σαγηνευτεῖ, καὶ ἦταν ζήτημα χρόνου ἡ ἐπίσκεψή μας στὴν Πόλη. Ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ δοθεῖ· ὁ ἀρ­χιμανδρίτης Ἀνδρέας Νανάκης, ἱστορικός, καθηγητής μας στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ ὀργά­νωνε ἐκδρομὴ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάρτιο τοῦ 2000. Ἀδράξαμε τὴν εὐκαιρία καὶ βρεθήκαμε ἔτσι γιὰ λίγες μέρες στὴν Βασιλεύουσα τοῦ Γένους.

Ἐκεῖ πέραν τῶν ἄλλων σημαντικῶν, ἱερῶν καὶ πρωτόφαντων, μᾶς περίμενε μιὰ πολὺ μεγάλη καὶ εὐχάριστη ἔκπληξη· ἡ γνωριμία μὲ τὸν π. Δοσίθεο! Συναντηθήκαμε στὴν αὐλὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, μετὰ ἀπὸ τὴν κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Ἐνθου­σιασμένοι τὸν πλησιάσαμε: «Πάτερ, θὰ θέλατε μιὰ φωτογραφία μαζί μας;», κι ὁ γέροντας δέχτηκε σημειώνοντας μὲ τὸ ἀμίμητο χιοῦμορ του: «Νὰ μὴ βγάζετε φωτο­γραφία μαζὶ μὲ καλογήρους καὶ ἄλογα. Οἱ μὲν καλόγηροι διὰ τῆς περιβολῆς των, τὰ δὲ ἄλογα διὰ τοῦ λαμπεροῦ τριχώματος κλέβουν τὴν παράσταση»! Γελάσαμε ὅλοι ἀπὸ καρδιᾶς.

Ἐπικοινώνησα ξανὰ μὲ τὸν γέροντα, ὅταν πιὰ μετακόμισα στὴν Πρέβεζα, καὶ μὲ ἀφορμή, τί ἄλλο; θέματα τυπικοῦ, ἐκμεταλλευόμενος τὸν πλοῦτο τῶν γνώσεων καὶ τὴν πο­λυετὴ ἐμ­πειρία του. Ἀργό­τερα ἄρχισα νὰ ἐπισκέπτομαι τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ἀπολαμ­βάνω τὴν ἀ­νε­πιτήδευτη καλογερική του ἀναστροφή, τὶς ἱστορικές καὶ λειτουργικές του γνώσεις, τὸ πη­γαῖο χιοῦμορ, τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύ­μα­τος, ἀλλὰ καὶ τὴν πολίτικη -καὶ ὄχι μόνο- κουζίνα!

Στοιχούμενος ὅμως πρὸς τὸν ἀρχικὸ σκοπὸ τοῦ κειμένου θὰ ἑστιάσω στὰ λατρευτικὰ δρώ­μενα τῆς Μονῆς Τατάρνης. Ἡ Μονὴ ἀκολουθεῖ αὐτονόητα τὸ μοναχικὸ τυπικὸ καὶ μά­λιστα τὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα (Τ.Α.Σ.). Ἡ τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἁπλότητα καὶ συνάμα ἀκρίβεια, δυὸ ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες συνιστῶσες τῆς ἱερότητας. Στὴν Τατάρνα βιώνεις ἐναργῶς, μέσῳ τῆς τήρησης τῆς τάξεως, τὴν ἔννοια τῆς παράδοσης, τῆς ῥοῆς ἀπὸ τὸ χθὲς στὸ σήμερα. Μπορῶ νὰ πῶ πὼς πληροῦσαι ἀπὸ τὴν παράδοση, ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ἐπαφῆς μὲ τὸ ἀρχαῖο καὶ προγονικό.

Ἔζησα τέσσερις ἀγρυπνίες στὸ Μοναστήρι. Ἑσπερινός-Ὄρθρος, ὀλιγόωρη διακοπὴ καὶ τὸ πρωΐ ἡ Θεία Λειτουργία. Ἐψά­λησαν τὰ πάντα, κατὰ τάξιν, ἀβίαστα, φυσικά. Καὶ τὶς τέσσερις φορὲς ἔφυγα γεμάτος ἀπὸ τὴν ἑορτή. Ἡ πληρότητα τέλεσης τῆς ἀκολουθίας σὲ βοηθᾶ νὰ κατανοήσεις τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, νὰ ἀφουγκραστεῖς τὴν ὑψηλὴ ποίηση τῶν ὑμνογράφων, νὰ τιμήσεις ἐπάξια τὰ ἑορτάζοντα ἱερὰ πρόσωπα καί, κατὰ δύναμιν, νὰ βιώσεις τὴ σωτηριολογικὴ σχέση σου μὲ τὴν ἑορτή.

Ἐκεῖ συνειδητοποίησα γιὰ πρώ­τη φορά, ὅτι ἡ τήρηση τῆς τάξης εἶναι ἡ μήτρα τῆς εἰρήνης. Ἐκεῖ ἔνιωσα πόσο καθοριστικὰ διὰ τοῦ λειτουρ­γικοῦ τύπου συγκροτεῖται ὁ ἱερουργός, ὁ ψάλτης, ὁ πιστός, ἐκκλη­σια­στι­κά, πνευ­μα­τικά, καὶ ἑρμηνευτικά -γιὰ ὅποιον ψάλλει.

Συμπερασματικά, πρῶτον, ἡ λατρευτικὴ ἀναντίῤῥητα εἶναι ἡ πιὸ στέ­ρεη τροφή, ποὺ μπορεῖ νὰ λάβει ἕνας ὀρθό­δο­ξος· δεύτερον, ἡ τήρηση τοῦ λειτουργικοῦ τύπου ἀπαιτεῖ σωματικὸ κόπο· δὲν θὰ ἦταν ἄστοχο, νὰ ὁρίσουμε τὸν κόπο αὐτόν, σὰν ἕνα εἶδος ἀπαραίτητης λειτουργικῆς ἀσκητικῆς καὶ τρίτον, τὸ τυπικό, ἡ τάξη στὴν ἀκολουθία δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ εὐλογημένη συνήθεια· εἶναι κάτι πολὺ βαθύτερο, ποὺ ἔχει ἄμεσο καὶ ἀπόλυτο ἀντίκτυπο στὴν πνευ­μα­τικὴ κατάσταση καὶ στὸ ὀρθόδοξο (ἢ ὄχι…) φρόνημά μας.

Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ὠφέλιμα γεννήθηκαν μέσα μου ἀπὸ τὶς λίγες ἀκολουθίες, καὶ ἀπὸ τὶς περισσότερες συζητήσεις μὲ τὸν π. Δοσίθεο. Παραμένω χρεώστης γιὰ τήν, ἐκ μέ­ρους του, ἐπὶ ἴσοις ὅροις, φιλία, γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ τὴν τιμή, μὲ τὴν ὁποία ὡς ψάλτη μὲ περιβάλλει. Εὔχομαι νὰ πολυετεῖ, ὥστε νὰ «φαίνῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκία»!   

Εὔχεσθε, φίλτατοι ἀναγνῶστες τοῦ παρόντος, ὅπως ὁ Κύριος μὲ ἀξίωσε τῆς ἐν κόσμῳ ἐκκλησιαστικῆς μυσταγωγίας, νὰ μὲ ἀξιώσει καὶ τῆς ἀνάλογης ἐν οὐρανῷ. Γένοιτο!