Ἡ ἀ-θάνατη ἐποχή μας

Ἀρκετὰ χρόνια πρίν, μετὰ ἀπὸ μιὰ κηδεία γέροντα στὸ χωριό μου, ἄκουσα συνομηλίκους του νὰ εὔχονται ἁλλήλοις: «Ἄϊντε, καὶ στὰ δικά μας!». Ἡ παράδοξη αὐτὴ εὐχή, ποὺ παρέπεμπε μᾶλλον σὲ γάμο παρὰ σὲ κηδεία, ἤχησε παράξενα στὰ νεανικά μου αὐτιά. Ἄρχισα ἔκτοτε νὰ πα­ρατηρῶ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ εἶχαν ἀναπτύξει μιὰν ἐξοικείωση μὲ τὸν θάνατό τους. Καὶ πῶς ἀλλιῶς, ἀφοῦ ὁ θάνατος εἶναι ἡ μεγαλύτερη βεβαιότητα τῆς ζωῆς μας…

          Θυμᾶμαι τὶς γυναῖκες μετὰ τὰ ἑξῆντα χρόνια τους περίπου νὰ μαυροφοροῦν, ἔστω κι ἂν δὲν ἦταν χῆρες. Ἐννοεῖται βέβαια πὼς δὲν ἔβαφαν τὰ μαλλιά τους μήτε καλλωπίζονταν γενικότερα. Ἦταν κι αὐτὸ ἕνα εἶδος παραδοχῆς -ὄχι καταθλιπτικῆς ὅμως- ὅτι ὁ κύκλος τῆς ζωῆς τους ἔκλεινε σιγά-σιγὰ καὶ ὅδευαν πρὸς τὴν ἄλλη ζωή. «Φτιάξε τὸ μαντῆλι σου», ἔλεγα στὴ γιαγιά μου. «Ἐμένα, ἐκεῖνος ποὺ θὰ μὲ πάρει -ὁ Χάρος, ἐννοοῦσε- μὲ θέλει ὅπως καὶ νἆμαι», ἀποκρινόταν. Ἀκόμα καὶ οἱ ἄντρες φοροῦσαν σκου­ρό­χρωμα ροῦχα στὰ γηρατειά τους. Ὅλα ἔδειχναν μιὰν ἀποδοχὴ καὶ μιὰν ἀναμονὴ τοῦ θανάτου, ὄχι πε­σι­μιστική, ἀλλὰ ῥεαλιστική, ἀνατολίτικη.

          Οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ, ἔστω κι ἂν δὲν εἶχαν πάντοτε βαθειὰ πίστη στὸν Θεό, θεωροῦσαν δεδομένο ὅτι ἡ ἄλλη ζωὴ εἶναι πιὸ ἀληθινή. Λέει ἐπιβεβαιωτικὰ μιὰ παροιμία: «Αὐτός [ὁ νεκρὸς δηλ.] εἶναι στὶς ἀλήθειες, ἐμεῖς [οἱ ζωντανοί] εἴμαστε στὰ ψέματα». Ἄλλη παροιμιώδης φράση, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν συνειδητοποίηση τοῦ θνητοῦ τῆς φύσης μας, συμπεραίνει: «Εἴμαστε θανατισμένοι [πῶς νὰ γίνει ἀλ­λιῶς;]». Μιὰ ἀκόμη πιὸ συγκλονιστικὴ φράση, ποὺ ἄκουσα ἀπὸ γεροντότερους ἀνθρώπους στὴ Μακε­δονία, ἡ ὁποία ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ κυνισμοῦ γιὰ τὰ σύγχρονα δεδομένα, ἔλεγε: «Νὰ κάνουμε πολλὰ παιδιά, γιατὶ θὰ πάρει κι ὁ Θεὸς κανένα».

Ἀκόμη οἱ παλιοὶ ἐνοριακοὶ ναοὶ τῶν χωριῶν ἦταν καὶ κοιμη­τηριακοὶ ταυ­τό­χρο­να. Ὅλη ἡ κοινότητα, ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι, εἶχε κέντρο καὶ ἀναφορὰ τὸν ναό. Οὐδεῖς θεωροῦσε κακοτυχία(!) νὰ παντρέψει τὰ παιδιά του σ᾿ ἕνα ναὸ ποὺ γύρω του βρίσκονται τάφοι. Τὸ θεωροῦσε ἀπολύτως φυσιολογικὸ μιᾶς καὶ ὁ θάνατος θεω­ροῦνταν ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ζωῆς. Σὲ κάποια μέρη μάλιστα, ὅταν βάδιζαν οἱ νεόνυμφοι γιὰ τὴν ἐκκλησία, περνοῦσαν καὶ προσκυνοῦσαν τὰ μνήματα τῶν παπ­πού­δων τους. Σήμερα ὄμως αὐτὸ εἶναι ἀδιανόητο. Τὰ κοιμητήρια ἀναπτύσσονται μακριὰ ἀπὸ τὸν πολεοδομικὸ ἱστό. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος προσπαθεῖ ν᾿ ἀπο­μα­κρύ­νει ἀπὸ τὴν καθημερινότητά του ὁτιδήποτε τοῦ θυμίζει τὸν θάνατο, ποὺ ἀναπό­φευ­κτα ὄμως θὰ τὸν συναντήσει.

Παλιότερα ὅλοι, ἀκόμα καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, λάμβαναν μέρος στὶς κηδεῖες. Εἴτε ὡς παπαδάκια προηγοῦνταν τῆς ἐκφορᾶς τοῦ κεκοιμημένου μὲ Σταυρὸ καὶ Ἑξα­­πτέ­ρυγα, εἴτε ὡς πενθοῦντα μέλη τῆς οἰκογένειας ἀποχαιρετοῦσαν τὸν οἰκεῖο τους, εἴτε ἁπλῶς ὡς πιστοὶ συμμετεῖχαν στὴν ἀκολουθία. Μέσ᾿  ἀπὸ τὴν διαδικασία αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν παιδική τους ἀκόμα ἡλικία, χωρὶς συμπλέγματα, φοβίες καὶ προκαταλήψεις μυοῦνταν στὴν ἀφοβία ἀπέναντι στὸν θάνατο κι ἔμμεσα στὴν προ­ετοιμασία γιὰ τὴν αἰωνιότητα.

Αὐτονόητο ἐπίσης θεωροῦνταν, ὅτι ἡ οἰκογένεια ξενυχτοῦσε -κατὰ τὴ λαϊκὴ ἔκφραση- τὸ κεκοιμημένο μέλος της στὸ σπίτι, ὅπου γείτονες καὶ φίλοι μετεῖχαν στὸ πένθος. Στὶς πολυκατοικίες ὅμως τῶν πόλεων ἀρχικά, θεωρήθηκε ἀναπόδεκτο τὸ σκή­νωμα τοῦ νεκροῦ νὰ παραμένει στὸ κτήριο μέχρι τὴν ὥρα τῆς κηδείας. Τὸ ἀνη­συ­χητικὸ εἶναι πὼς πλέον ἡ πρακτικὴ αὐτὴ μεταφέρθηκε σιγά-σιγὰ καὶ τείνει νὰ ἐπικρατήσει καὶ στὰ χωριά. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἀποξενώνονται ἀκόμη πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ φυσικὰ ἀδυνατοῦν νὰ ἀποχαιρετήσουν πρεπόντως τὸ ἀγαπημένο μέλος τῆς οἰκογένειας, ποὺ μετέστη πλέον ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα.

Παράλληλα ὁ παλαιότερα αὐτονόητος τελευταῖος ἀσπασμός, ποὺ δίδεται στὸ μέτωπο τοῦ κεκοιμημένου ἢ στὸ χέρι του -ἂν εἶναι κληρικός- κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐ­ξο­­δίου ἀκολουθίας ἀπὸ ὅλους τοὺς παρευ­ρι­σκό­με­νους, ἀτόνησε σημαντικά. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἴτε σιχαίνονται εἴτε φοβοῦνται τὰ μικρόβια εἴτε… εἴτε… Ἔτσι ἡ ἱερὴ ὥρα τοῦ τελευταίου ἀσπασμοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ψάλλεται τὸ ὁμώνυμο τροπάριο «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν», καταντᾶ γελοία· βλέπεις ἀν­θρώ­πους νὰ κάνουν ὑπόκλιση στὸν νεκρό, νὰ τοῦ χαϊδεύουν τὸ κεφάλι, νὰ κάνουν πὼς ἀσπάζονται φτά­νοντας τὰ χείλη τους σχεδὸν μέχρι τὸ μέτωπό του, νὰ βάζουν τὸ χέρι τους στὸ μέτωπο τοῦ νεκροῦ καὶ νὰ ἀσπάζονται τὸ χέρι τους(!) κ.ἄ.π. Κι ὅλα αὐτὰ γιατὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν ἀντέχει τὴν τόσο ἄμεση καὶ ἁπτὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν θάνατο, μὲ τὸ πεπρωμένο του…

          Παρ᾿ ὅτι ἡ στάση ζωῆς τῶν παλαιότερων ἀνθρώπων εἶναι καταφανῶς ὑγιέ­στε­ρη καί (φυσιο)λογικότερη ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη τωρινή, σήμερα ἐκείνη χαρακτη­ρίζεται ὡς γραφικὴ ἢ καὶ ἀφελής. Τὰ ἐπι­τεύγματα τῆς ἰατρικῆς, ἡ αὔξηση τοῦ προσδόκιμου ζωῆς καὶ ἡ ἀπο­στα­σιοποίηση -ἂν ὄχι ἀποστασία…- ἀπὸ τὴν χρι­στινανι­κὴ πίστη δημιούργησαν στοὺς ἀνθρώπους μιὰ ψευδαίσθηση ἀθανασίας, ὄχι μὲ τὴν χριστιανικὴ ἔννοια, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ ψευδ­αίσθηση τῆς πραγματικότητας, καθὼς ὁ θάνατος συνεχίζει νὰ παραμένει βα­σι­κώτατη συνισταμένη τῆς ζωῆς μας καὶ ἐρώτημα ποὺ χρήζει ἀπαντήσεως ἀπὸ τὸν καθένα. Οἱ ὑπεκφυγὲς δὲν βοήθησαν ποτὲ στὴν ἀποφυγὴ τοῦ μοιραῖα αὐτο­νόη­του…

          Τὸ πρόβλημα ὡστόσο ποὺ γεννᾶται σὰν ἀπότοκο τῆς ψυχολογικῆς ἄρνησης τοῦ θανάτου, δὲν εἶναι φιλοσοφικὸ ἀλλὰ πρακτικό, καθημερινό, καὶ βαθύτατα πνευ­ματικό. Ἡ μνήμη θανάτου καὶ ἡ ἀποδοχή του εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς μετανοίας, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητας. Ἡ ψευδαίσθηση τῆς κοσμικῆς ἀθανασίας ἀποχαλινώνει τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ἀπο­θρασύνει τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλωστε ὁ θάνατος παραχω­ρήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται», κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἂν θέλει νὰ ἐκφύγει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀ-θάνατης κοσμικῆς καὶ μηδενιστικῆς ζωῆς, ποὺ γεννᾶ ἀπελπισία καὶ κατάθλιψη, εἶναι ἀνάγκη νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν πραγματικότητα τοῦ θανάτου μέσα ὅμως ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς Ἀναστάσεως, μιᾶς καὶ γιὰ τὸν πιστὸ ὁ θάνατος εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο πύλη πρὸς τὴν αἰωνιότητα, πέρασμα πρὸς τὴν ἀτέρμονη κοινωνία ἀγάπης καὶ χαρᾶς μὲ τὸν Κύριό μας. Ἄλλωστε «ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν», ὅπως χαρα­κτηριστικὰ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ῥωμ. 14.7-8)…