Αγιότητα και σύγχρονος κόσμος· μια εξαιρετική περιγραφή

Μητροπολίτου Ιωαννίνων Θεοκλήτου (†2014)



Πρόλογος

εἰς τὴν Ἀκολουθίαν ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Καλλίδου,

τοῦ καὶ Μητροπολίτου Ἰωαννίνων διατελέσαντος



Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική αντίφαση. Ένα ερωτηματικό δί­λημ­­μα προβάλλει και προκαλεί τον ιστορικό χριστιανισμό: Η Εκκλησία έχει περάσει την προκωνσταντίνεια περίοδο, όπου μια δράκα ανθρώπων αντιμε­τω­πίζει ένα κόσμο εχθρικό στο μήνυμά της, δίχως καμιά επιρροή στην ιστορία ή οδεύουμε την μετακωνσταντίνεια περίοδο στην οποία ο κόσμος δεν είναι πια ειδωλολατρικός, αλλά βαθμιαία αποχριστιανίζεται και είναι βαθιά άθεος;

Σήμερα ακούγονται άλλα «ευαγγέλια» κι άλλοι «προ­φήτες» μιλούν στον κόσμο. Άλλες ζωτικές δυνάμεις μπαί­νουν στο παιγνίδι κι επιχειρούν μια καινούργια σύνθεση του κόσμου βάσει άλλων αξιών, που δεν συμβα­δί­ζουν με το εκκλησιαστικό ήθος. Πόσο δικαιολογημένος είναι ο σύγχρο­νος κόσμος όταν περιφρονεί τον ιστορικό χριστιανισμό και πόσο το πρόσωπο του τελευ­ταίου είναι βαθιά σημαδεμέ­νο από βαριές προδοσίες; Τείνει να επικρατήσει η πίστη πως μέσα στη θερμή και παλλόμενη πραγ­μα­τικότητα της ζωής ο Θεός δεν βρίσκει πια στόμα αρκετά καθαρό και ανιδιοτελές, για να μιλήσει μέσω του. Φαίνεται πως τα πάντα έχουν φρικτά συμβιβαστεί σε σημείο που να έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι: η Εκκλησία κρίνεται από τον κόσμο· δεν είναι πια η κρίση της κρίσης του κόσμου τούτου.

Οι χριστιανοί έκαναν το παν για να αποστειρώσουν το Ευαγγέλιο. Ότι­δήποτε μέσα στο Ευαγγέλιο προκαλεί έκπλη­ξη και υπέρβαση, ό,τι είναι ανα­τρε­πτικό, εξουδετερώνεται. Εφόσον λοιπόν το εκκλησιαστικό γε­γο­νός βυθί­στη­κε σ’ ένα ουδετεροποιημένο υγρό κι εξέπεσε σε θρησκεία, μετεβλήθη σε μια καταθλιπτική, μονότονη κι εύκολη καθηκοντολογική συνήθεια, την οποία ο κόσμος, που θέλει να προσβλέπει στο μέλλον, την εγκαταλείπει στον ασυ­νε­χή ιστορισμό της χθες, αποκόπτοντάς την απ’ τον χρόνο των ενασχο­λή­σεων και αναζητήσεών του.

Στις μέρες μας δεν μπορούμε να πούμε πως το Ευαγγέλιο συναντά έναν τοίχο. Ένας σκληρός κι ανθεκτικός τοίχος ση­μαίνει αντίδραση. Όμως το Ευαγ­γέλιο συναντά την πλήρη αδιαφορία, αντηχεί στο κενό, το διαπερνά και τίπο­τα δεν το συγκρατεί. Δεν είναι αυστηρή η διαπίστωση πως η Εκκλησία δεν είναι πια -όπως τους πρώτους αιώνες- η θριαμβευ­τική πορεία της Ζωής μέσα από τα νεκροταφεία του κόσμου.

Η διαφορά πλέον, ανάμεσα σε πιστούς και απίστους έγκειται στο γε­γονός ότι οι μεν είναι λίγο πιο μεταφυσικοί από τους δε. Οι μεν πιστεύ­ουν στην αλλοπάθεια, οι δε στην ομοιοπάθεια. Μέσα στις Ενορίες εντυ­πω­σιάζει πλέον η φτώ­χεια σε ανθρώπινο υλικό, αλλά κι ο αριθμός των μετρίων ανθρώ­πων ή εκείνων που ζητούν ανταλλάγματα.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η χριστιανοσύνη, ως κοινω­νιολογικός τύ­πος, δεν είναι καθόλου πια ελκυστική. Ο κόσμος έχει πέσει, αλλά το ύψος από το οποίο έχει πέσει δεν υπάρχει πια. Η έννοια της αμαρτίας εί­ναι η πιο κενή νοήματος και η συγχώρεση, χάνει τραγικά το λόγο ύπαρ­ξής της. Το κακό καταργεί κάθε διέξοδο, βασιλεύει ασυζητητί· ο άνθρω­πος υποφέρει ανεπα­νόρ­θωτα κάνοντας και τους άλλους να υποφέρουν· ζει μέσα στην απουσία συνέχειας, βυθισμένος σε μια συγκοπτόμενη διάρκεια.

Η ζωή δεν έχει πια μυστήρια και η μόνη μύηση πλέον αφορά στις τεχνι­κές. Η αφοσίωση στις τεχνικές και η δούλωση στην τεχνολογία δημιούργησαν ήδη το προηγούμενο μιας απάνθρωπης και μισάνθρωπης «εσχατολογίας», ενός άλογου και παράλογου υπερκαταναλωτικοῦ εύτυ­χι­σμού. Τα πρόσωπα των ανθρώπων που διαμορφώνουν την ιστορία δεν επιτρέπουν να τους φα­ντα­στούμε γονατιστούς, σε κατά­σταση θεωρίας. Αφού το μυστήριο του κακού, αν θεωρη­θεί ανεξάρτητα από την πτώση, είναι άλυτο, τότε η Ιστορία με όλη τη διεστραμμένη μεγαλοσύνη της φαίνεται σαν ανωμαλία πάνω στη λεία επιφάνεια του μηδενός όπου τίποτα δεν μπορεί να συμβεί.

Η αποσύνθεση της ανθρώπινης ύλης είναι τόσο βαθιά που η πιο έμφυτη και φυσική ιδέα, αυτή της εσωτερικής ενότητας του ανθρώπινου γένους -του πρώτου και του δεύτε­ρου Αδάμ- έγινε τώρα η πιο απροσπέ­λαστη, η πιο ερμη­τική, ακόμα και για τους χριστιανούς.

Στο εξής μια πλήρης αδιαφορία περιβάλλει το χρι­στιανικό μήνυμα: «Ἀ­κου­σόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17,32-). Οι άνθρωποι δεν καταλα­βαίνουν πλέον ο ένας τον άλλον. Δεν πρόκειται πια για απλή σύγχυση γλωσ­σών, αλλά για σύγχυση ακόμα και στο εσωτερικό των γλωσσών. Η κοινωνία διακόπηκε. Ο άνθρωπος αναπνέει την απομόνωση, παρουσιάζει ήδη την αλλοίωση στην ίδια τη δομή του ανθρωπολογικού του τύπου, που οφείλεται τόσο στη δαιμονική μαγεία, όσο και στην άδεια που του δίνει το «όλα επιτρέπονται».

Απ’ όλα όσα παραπάνω διαπιστωτικά αναφέρουμε τίθεται το ερώ­τη­μα: Μπορεί ακόμα το πρόσωπο του Χριστού να «αστράψει στα πρόσω­πα των δικών του», όπως έλεγε μια αρχαία λειτουργική προσευχή; Εδώ έγκειται το όλο ζήτημα. Το μόνο μήνυμα που έχει ισχύ είναι εκείνο που αναπαράγει όχι τα λόγια του Λόγου, αλλλα τον ίδιο τον Λόγο. Μόνο η πα­ρουσία Του θα κάνει το μήνυμα άλας και φως. Το εκρηκτικό σπέρμα του Ευαγγελίου, από το οποίο απαστράπτει το φως του Πνεύματος, εξεγείρει, ανατρέπει πρωτίστως, όχι τις δο­μές του κόσμου, αλλά τις δομές του ανθρώπινου πνεύματος. Η έμφαση μετατίθεται από τον ακτιβισμό στη φανέρωση του Θεού μέσα στον άνθρωπο, στην έλευση του Χριστού εντός του ανθρώπου. Μια φωτιά του Πνεύματος ενθαρρύνει τα ασθενή του κόσμου, τα οποία εξέλεξε ο Θεός, μέσω του μη­νύματος των ταπεινών της ερήμου, και ακούει στην πατερική νουθεσία «απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και πλήθος ανθρώπων θα βρει την οδό της σωτηρίας κοντά σου».

Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει ο μαντατοφόρος του μηνύ­ματος να πά­ψει να αναμασά τα μαθήματα του «κατηχητικού», να σταματήσει να είναι ο άνθρωπος που μιλά για τον Θεό και να γίνει ο άνθρωπος ο οποίος αφήνεται να μιλά ο Θεός μέσω του. Η σωτηρία πραγματοποιείται μόνο εντός της Εκ­κλησίας, το λειτούργημα του Λόγου περνά από το λειτούρ­γημα των μυστη­ρίων και τελειούται στο λειτούργημα της ενσωμάτωσης.

Όμως το Σώμα προεκτείνεται πέρα από την ιστορία, και σ’ αυτή την υπέρβαση ελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε κοινωνιολογική αλλοτρί­ω­ση. Αυτό περιγράφεται καθαρά στη διήγηση της κλήσης των Αποστό­λων: «Ἄφες τοὺς νε­κροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς». (Ματθ. 8,22), κλίση και κλήση που ξεπερνά τα κοινωνιολογικά νεκροταφεία. Επομένως το μήνυμα πρέπει να γδύσει τον άνθρωπο από κάθε κοινωνιολογικό ένδυμα, να καταπλήξει τον γυμνό άνθρωπο και ακολούθως να τον ενδύ­σει ἐν Χριστῷ. Το «ζητεῖτε τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», περιέχει το μεγαλύτερο παράδο­ξο, πρέπει να βρούμε αυτό που δεν βρίσκεται στον κόσμο: το αιώνιο μέσα στον χρόνο, το απόλυτο μέσα στο σχετικό. Πώς θα γίνει αυτό; Με το να μεταβούμε από το «έχειν» στο «είναι», όταν δηλ. ξεπεράσουμε «εαυτόν» και γίνουμε βέλη τα οποία θα δείχνουν την Βασιλεία του Πατρός. Να δειχθεί ότι η δημουργία του ανθρώπου έγινε με ιδιαίτερο τρόπο από τον Δημιουργό, ο Οποίος και ενεφύσησε στον άνθρωπο «πνοήν ζωής», του έδωσε δηλ. την δημιουργι­κή Του θεία ενέρ­γεια.

Αυτό σημαίνει κατά την ορθόδοξη δογματική διδασκα­λία εκείνο το οποίο επεξηγεί στη λειτουργική ευχή ο Ιερός Χρυσόστομος «…ὁ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν τὰ σύμπαντα· ὁ κτίσας τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, καὶ παντί σου χαρίσματι κατακοσμήσας· ὁ διδοὺς αἰτοῦντι σοφίαν καὶ σύνεσιν…». Να βρει ο σύγχρονος άνθρωπος τη δύναμη να αιτηθεί τη σοφία και τη σύνεση «ἄνωθεν», δηλ. να μετά­σχει δια του προ­σώπου «…τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, του μεγάλου Θεοῦ καὶ Σω­τῆρος, τῆς ἐλπίδος ἡμῶν» (Θ. Λειτουργία Μεγ. Βασιλείου) των ακτίστων θείων ενερ­γειών. Αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά του ανθρώπι­νου προσώπου από την υπόλοιπη κτίση. Είναι χοϊκός, αλλά και ο μόνος απ’ την κτίση που μπορεί να μετέχει των ακτίστων θείων ενεργειών, να αληθεύσει το κατ’ εικόνα σε καθ’ ομόιωσιν.

Η κατάληξη της ιστορίας, όπως και κάθε ύπαρξης, βρί­σκεται εκτός. Αυτός που δημιουργεί την ιστορία, την οδηγεί έξω από τα πλαίσιά της. Μπροστά στην πρόσφατη τάση για εγκατάσταση στην ιστορία, σ’ αυτόν τον πειρασμό που εκζητά την πείσμονα ευκολία με προπέτεια, το άθλημα της πί­στης προσκυνά την «Παρουσία». Η Εκκλησία αγγίζει την ιστορική της πλήρω­ση μόνο όταν προετοιμάζει την επιστροφή του Χριστού, επιτυγ­χάνει τον ευαγγελισμό μόνο όταν εντάσσεται σ’ αυτή την προοπτική.

Ζώντας αυτήν την αλήθεια μια Εκκλησιαστική κοινότητα, όταν είναι αληθινή ή για να είναι αληθινή, βυθίζεται σαν αγκίδα στο σώμα του κόσμου, επιβάλλεται ως σημείο, μιλά στον κόσμο ως τόπος όπου ο άνθρωπος συναντά τον Θεό, έρχεται, βλέπει και προπάντων ζει, τόπος της χριστιανικής παρου­σίας στη διακονία του κόσμου.

Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα να δεχθούμε τον Χριστό, «τρώγο­ντας» και «πίνοντάς» Τον και στην συνέχεια να πο­ρευτούμε μέσα στον κόσμο ως το ζωντανό μυστήριο, ως Μυ­στικός Δείπνος ἐν πορείᾳ. Δια μέσου του ανθρώπου -ακόμα κι όταν σιωπά- ο Χριστός θα ξαναμιλήσει στον κόσμο, θα δοθεί ως άρτος και ύδωρ στους ανθρώπους της εκασταχού Σαμάρειας.

Οι Άγιοι μάρτυρες και οι όμολογητές, οι νεομάρτυρες και οι νέοι ομο­λο­γητές, οι πατέρες και οι εγκρατευτές στην ιστορική διαχρονία της Εκκλησίας ήξεραν να συμφιλιώνουν την Οικουμενική γνώση του κόσμου με την ἐν Χριστῷ ζωή σε σημείο που γι’ αυτούς ήταν τα πάντα Χριστός, με την πνοή μιας αυθεντικής καθολικότητας· έτσι προκύπτει από τα συνα­ξά­ρια και τα μαρτύρια, τις ομολογίες και τα συστηματικά έργα τους.

Όλα όσα προαναγράφουμε εμπεριέχονται στην αγία ζωή του αγίου Γρηγορίου (Καλλίδου) του νέου ομολογητού, ο οποίος διετέλεσε ποιμένας και αρχιθύτης Ιησού Χριστού και στην Ιερά Μητρόπολή μας σε καιρούς «βαρέος χειμῶνος» και «ἐκτεταμένου παγετοῦ». Υβρίστηκε, λοιδωρήθηκε, απειλήθηκε, συκοφαντήθηκε, ταπεινώθηκε και ἐν τέλει υπό του ἐν Τριάδι Θεοῦ «ὑψώθη εἰς ἀναλογίαν τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ». Από την αγία ζωή του ας διαφυλάξουμε ταύτη τη μετοχική πρόσκληση: Κι αν έρθει η στιγμή να βρεθούμε απόβλητοι από την κοινωνική ζωή, πρέπει ήδη αυτή η γενιά να ωριμάσει για να ’ναι γενιά «ομολογητών», γενιά ικανή, όπως έλεγε άλλοτε μια επιστολή για τους μάρτυρες της Λυών, να «ακολουθήσει…τον Χριστό». Αυτή είναι η ευχή και η πατρική μου προτροπή προς όλους τους χριστιανούς της Μητροπόλεώς μας, αλλά και των ευλαβών αναγνωστών της παρούσης εκδόσεως.